Η γιαγιά μου κράταγε
το καγκελάρι από το χέρι
κι ένα τραγούδι λυγερό αναρριχώμενο
σαν καλαμιά.
Μια καλαμιά στον κάμπο η γιαγιά μου
κι όταν φυσάει , αρχίζει
έναν σκοπό πλεγμένο από παλιά ξηλώματα .
Ένα πλεχτό αυτοσχέδιο η γιαγιά μου
με φούντες και πλουμίδια .
Στην ποδιά της πάντα φύτρωναν τριαντάφυλλα ,
δεν άντεχε το μαύρο
ούτε τα σκούρα νυφικά
που ’ταν στις μέρες της .
Η γιαγιά μου ποτέ δεν κατάλαβε
πώς την πάντρεψαν.
Κατάλαβε όμως πώς πέθανε .
Γι’ αυτό στο ξόδι της
ήταν όλα κατάλευκα ,
και η πέτρινη Παναγιά
και η χιονισμένη πλάκα τ’ αντρός της .
«Θα ’ρθω γρήγορα» , του ’χε πει ,
και δεν πέρασε ούτε χρόνος .
Έτσι τελείωσε ο χορός
που άρχιζε μόνη πολλές φορές
με σερνάμενα βήματα
και τη βαστούσαν
ένα τραπέζι ξύλινο
κι ο Αη – Λιας που αγνάντευε .
Ένα αγνάντεμα η γιαγιά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου