Μειδιᾶ ὁ Παπαδιαμάντης στὴ Σκόπελο
μὲ τὸν καπετὰν Ἀγάλλο, ποὺ διατείνεται:
«Κοροϊδεύουν τὸν κόσμο τὰ πλοιάρια κεῖνα.
Φώκιες τοὺς τάζουν,
καὶ τοὺς δείχνουν σπίτι ξερό·
σὰν στὴ Σκιάθο,
μὰ τί πᾶνε ὅλοι αὐτοὶ στοῦ Παπαδιαμάντη,
πέθανε πρὶν διακόσια τόσα χρόνια...»
Σὲ σπασμένα πουκάμισα
μὲς σὲ βάρκες ἀναψυχῆς
καὶ σὲ γέλια τζιτζίκια ἀνάμεσα
μειδιᾶ...
Τὸ κρεβάτι στενὸ
δὲ γυρίζουν πλευρὸ τὰ ὄνειρα
πάντα κατὰ τὴ θάλασσα
στοῦ Παπαδιαμάντη.
Ἡ Λιαλιὼ τανύεται μεσοπέλαγα,
ψάχνει γι᾿ ἀμυγδαλόψυχα
στοῦ ἀγαπημένου τὸ μαγαζάκι
παίρνει γιὰ τοῦ γάμου της τὰ φιλέματα.
Χρόνια τώρα ἐκεῖνος
ἀνηφορίζει.
«Ἀντιλαβοῦ με, ὀμορφιά,
ἀγέρι, συνδρομὴ τῆς φύσης·
στὴν ἀμφιλύκη τῶν αἰσθήσεων
πορεύομαι
ἐνώπιόν Σου...»
Δὲ γυρίζουν πλευρὸ τὰ ὄνειρα·
μειδιῶν ἢ δεόμενος
ἐπιτάττει ὁ φλοῖσβος
σιωπήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου