στο ανθισμένο σεντόνι της άνοιξης
το κορμί μαραμένο απόθεσες.
από κάτω δεν είδα ν’ ανέβηκε.
Των μνημάτων με τυφλώνει το λευκό;
μα για σένα κανένας αθάνατος
δε θα κλάψει στον τάφο σα θα μπεις…
απολιθωμένα τριαντάφυλλα
μες στου Άδη- για να σκίσεις- την κοιλιά.
χορηγέ της πνοής μου, άπνους φαίνεσαι,
φιλημένος απ’ τα χείλη των νεκρών.
πιο βαθιά να σε θάψουν δε γίνεται.
Δυο καρδιές που ματώνουν την άβυσσο.
ποιες μοσχοβολούνε, λέτε, πιότερο;
Των ερώτων μας ο πόνος ιερός.
Ποιος και ποιον και πού θα ερωτεύεται;
Αφού όλοι ήδη είμαστε κανείς…
απ’ τα πλήθη των νεκρών που σε πίστεψαν
να σου δώσει το φιλί, αχ , της ζωής;…
κι απ’ τη γη αποσπώνταν να γίνουνε
δορυφόροι στο δακτύλιο του Παντός.
δεν μπορεί να με διώξει το σκότος σου
να μην κλάψω ό,τι χάρηκα στο φως…
κι όσοι έως θανάτου αγάπησαν
θα ξανα-αγκαλιαστούνε ζωντανοί!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου