Μέρος πρώτο: Adagio sostenuto – Presto
βασισμένο σε μιαν ανάγνωση του Толсто́й
Ήρθες γυμνή να μ’ εξορύξεις από το πέλαγο του πάθους
Κι απόμεινα μπροστά σου
Γυμνός, ανυπεράσπιστος, υγρός μέχρι του λάθους
Κι απόμειν’ η σκιά σου
Ήρθα γυμνή για να σου φέρω θάλασσα
Με πότισες αλμύρα
Ήρθα γυμνή για να σου φέρω ουρανό
Με πότισες γαλάζιο
Ήρθες γυμνή και μ’ έριξες στη θάλασσα της νύχτας
Κι απόμειν’ η φωτιά σου
Να σιγοκαίει στα σκοτεινά τον πόνο της αγρύπνιας
Κι απόμειν’ η λαλιά σου
Ήρθα γυμνή βουλιάζοντας βαθιά στην αγκαλιά σου
Μου χάρισες τη λήθη
Ήρθα γυμνή ξεχνώντας κι εκείνο τ’ όνομα σου
Και δάγκασες τη μνήμη
Γυμνή από τα ένρινα ήρθες να με λυτρώσεις του θανάτου
Κι απόμεινα μπροστά σου
Σκελετισμένος, ακυβέρνητος, σκυφτός μες τη σκιά του
Κι απόμειν’ η ματιά σου
Γυμνή από τα ένρινα ήρθα να σε λυτρώσω απ’ τα δεσμά σου
Κι απόμεινα μπροστά μου
Υπνοβατώντας ακυβέρνητη την ένοχη ματιά σου
Και κόρωσ’ η μεταμέλεια μου
Ήρθες γυμνή να μ’ εξορύξεις από το κάτεργο του πάθους
Κι ουρλιάζαν στα τοιχώματα μαύρες φωνές μπροστά σου
Και τρέχανε κατάδικοι της κόλασης φωτιές κυκλότερα κοντά σου
Κι ήμουν κι εγώ γυμνός συσπώμενος το σερπετό του δάσους
Ήρθα γυμνή για να σου φέρω θάλασσα με πότισες πλημμύρα
Ανοίγαν μαύροι ουρανοί στους κύκλους της καρδιάς μου
Και βούλιαζαν κατάσαρκα τα πλοία της αγκαλιάς μου
Κι ήσουν κι εσύ γυμνός ακέραιος ολόρθος μες το κύμα
Ήρθες γυμνή και μ’ έριξες στο κάτεργο της νύχτας
Μαύρα τα νύχια σκάβοντας βουβά της σάρκας τείχη μαύρα
Και κόρων’ η φλόγα στο κορμί να καίει σαν την αύρα
Κι έφερνε φως δειλό αυγερινό το χάραμα της μοίρας
Ήρθα γυμνή βουλιάζοντας βουβά στην αγκαλιά σου
Και στέγνωσα τα δάκρυα υδαρή στην έρημο του πάθους
Να πίνει άνυδρη αξεδίψαστα χρυσή η θάλασσα της άμμους
Υγρή τα χείλη δάγκωνα να μη πνιγώ μες τη λαβωματιά σου
Γυμνή από τα ένρινα ήρθες με σκέπασες μ’ ανασασμό θανάτου
Γυμνή από τα ένρινα ήρθα με σκέπασες το λήθαργο του πάθους
Κρυφτήκαμε κι οι δυο γυμνοί παιδιά στο βάλσαμο του λάθους
Κι έκαψε ο ουρανός φωτιά σάρκα το άρωμα του
Γυμνή από τα ένρινα ήρθες με τύλιξες τη χαραυγή της νέας μέρας
Γυμνή από τα ένρινα ήρθα με τύλιξες της χαραυγής το νέο δέρας
Αναφλεγόμασταν φωνήεντα στον οργασμό πυριφλεγή του γέλιου
Κι έκαιγ’ η άνοιξη φωτιά μες τη μεσημβρινή χαρά του ήλιου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου