Πέφτοντας, σβήνοντας, τα φύλλα,
σα διάττοντες αστέρες, λες κι η τελευταία τους
φλόγα δεν είναι, πια, παρμένη απ’τον ήλιο, μα δική τους.
Σε μια απελπισμένη απόπειρα να σωθούν, κρατιούνται σφιχτά
απ’τα κλαδιά του δέντρου που έτρεφαν,
τ’ οποίο, παρακάλια αγνωόντας,
τ’αφήνει ορφανά να σοριάζονται στους δρόμους:
Ένα χαλί ζωούλες ματωμένες, ζοφερές, που
σα σ’ ολοκαύτωμα μικρό κείτοντ’ εκεί,
εκτεθειμένες στην όξινη βροχή,
όπου σαπίζουν ώσπου περάσει ο χειμώνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου