πότε θ’ απαρνηθείς
πότε θ’ απαρνηθείς
το εωθινό σου βλέμμα
οι βιαστικοί περαστικοί
κι οι πολυάσχολοι πολίτες
οι χαμερπείς τουρίστες σου
που ξεκοιλιάζουνε το χρόνο τους
επάνω στο γρασίδι
και το αστραφτερό λευκό σου πανωφόρι
που αντιφέγγει αντίκρυ στον Παρθενώνα
πότε θ’ απαρνηθείς
την απογευματινή σου πλάνη
με τα skate των παιδιών στην πλάτη σου
το γιορτινό σου χρώμα
τις σαχλοσυναυλίες με σπόνσορα το δήμαρχο
και τα περίπτερα τριγύρω
τους τρελούς που πάνε κι έρχονται
κι ένα παιδάκι απ’ το Ιράκ
που πουλάει ή πουλιέται
το αστείο σου ποδοπατείται
απ’ τη σοβαροφάνεια της υψηλά ιστάμενης Κυρίας
με μια φινέτσα ευρωπαίικη πάνω απ’ το κεφάλι σου
τα ξενοδοχεία της ντροπής πιο δίπλα
με τους ένστολους καρχαρίες της στεριάς
φωταγωγημένα όλα
κι ήρεμα
κάποτε σφύζεις από τον άνεμο των διαδηλωτών
κι η γαληνεμένη σου μαλακία ταράζεται
μια ασφυκτική ομίχλη δακρυγόνων
μπουκώνει τα ρουθούνια σου τα ευέξαπτα
τα δέντρα σου όμως μένουν πάντα εκεί
σε πείσμα των καιρών
κόντρα στα προσωπεία σου
και στωικά κοιτάζουν
τις μισερές σκιές των γεγονότων
ζηλεύω τη νωχελική σιωπή τους
μα κάποτε θ’ ανοίξουν τα χαρτιά τους
και θα μιλήσουν με πόνο για όλα αυτά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου