Η νύχτα καλεί με χέρια που μυρίζουν θάλασσα
Μες στην ομίχλη η μπουρού φωνάζει
Και του θυμίζει τότε που τα δικά του χέρια τραβούσαν την ψαρόβαρκα γεμάτη στην ακτή.
‘Ολοι τον θαύμαζαν για τη δύναμή του, τα πόδια βράχια, τα μπράτσα όλο νεύρο—
Κι όλοι φοβόντουσαν την τρέλα που κούρνιαζε στο μυαλό του,
Απρόβλεπτη σαν μπουρίνι καλοκαιρινό.
‘Εψαξε τα μαχαίρια στην κουζίνα μα οι αδερφές του είχαν προνοήσει.
Το μπαλκονάκι ήταν χαμηλό.
Ροβόλισε στη θάλασσα που τον είχε ανδρώσει
Μα ντράπηκε τα βλέμματα της ροδοδάχτυλης αυγής—
Κι ύστερα πώς να πνιγεί ένας ψαράς;
Γύρισε σπίτι άπραγος, ξεκλείδωσε την πόρτα
Και σιγοπάτησε στην είσοδο μη δώσει αφορμή.
Ένα χλωμό μπουκάλι με χλωρίνη τον κάλεσε στην άκρη
Τι άραγε πιο ήσυχο απ’ αυτό;
Τον βρήκαν αργότερα στο γιατάκι του σκυφτό
Με βλέμμα κουρασμένο και αργό,
Οι παντόφλες μισοφορεμένες στην άκρη των ποδιών.
Ντράπηκα, τους είπε, και ντρέπομαι που ζω.
Οποιά κατάρα να έχεις σώμα άφθαρτο
Κι ένα μυαλό που λαχταράει το θάνατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου