(τέσσερα ελληνικά ποιήματα)
Ι
οι δορυάλωτες πολιτείες ζέχνουν
σαν στάνες με
ι π π ό κ α μ π ο υ ς
ι ν δ ό χ ε ι ρ ο υ ς
χ λ α μ υ δ ό σ α υ ρ ο υ ς
και άλλα διεφθαρμένα ζώα
σημαιοστόλιστες πολιτείες κυματίζουν
μεσίστια των θαλασσών
των δασών
των μαζών
κορμοράνοι βησιγότθοι φωλιάζουν στη λιμνοθάλασσα των Αθηνών
στοιβαγμένοι σε πυκνοκατοικημένα νούφαρα
αλαλάζοντες κορνάρουν άρα άρχουν
άρα υπάρχουν
γυμνοσάλιαγκες δουλοπάροικοι λιάζονται
στην κοιλάδα των οπωροφόρων
των απορριμματοφόρων
των τυφεκιοφόρων
Ηγγικεν η ώρα των όνων
των Βουρβόνων
των αγγλοσαξόνων
Ηγγικεν η ώρα των δολοφόνων
Ελλάς των Βεδουίνων
Ελλάς των Ελλήνων
ΙΙ
ΝΟΥ(ΜΟ)ΘΕΣΙΕΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΟΥΣ ΑΙΣΥΜΝΗΤΕΙΑΣ
Ασυδοσίας
Ασυλίας
Και πάσης φύσεως δυναστείας
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΣΕ ΤΕΚΕΔΕΣ
καφενέδες
λουτροκαμπινέδες
ουρητήρια
διυλιστήρια
και πάσης φύσεως μοναστήρια
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΦΙΣΟΚΟΛΛΗΣΙΣ ΣΕ ΜΙΝΑΡΕΔΕΣ
μπαχτσέδες
μπιντέδες
και πάσης φύσεως μεντεσέδες
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΦΥΛΑΚΙΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ
υφυπουργών
πρωθυπουργών
δημόσιων λειτουργών
αυτοκρατόρων
πραιτόρων
και πάσης φύσεως πρακτόρων
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΔΙΑΤΑΡΑΞΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΗΣΥΧΙΑΣ ΜΕ
πυροτεχνήματα
συνθήματα
ποιήματα
και πάσης φύσεως αποκυήματα
(τα χαιρετίσματά μας στους αξιοσέβαστους ειρηνοδίκες και στο αμαρτωλό πλην όμως τίμιο ποίμνιό τους)
ΙΙΙ
κάποτε έρχεται στ' όνειρο μια αργόσυρτη βροχή κι ευθύς με περιζώνουν
παράξενοι μουσαφίρηδες, δερβίσηδες εμίρηδες, κι όλοι τους μπατίρηδες. ο
μάντης ο Αμπάτης, ο τυφλός οιωνοσκόπος από τα Μέθανα με πατέρα απ' τον
Ορχομενό και μητριά απ' την Προύσα. ο Ανέστος ο Δεληάς, ο μερακλής της
Κοκκινιάς. ο Αρτέμης ο Τρίχας από την Αραπιά, ο Νίκος ο Τρελλάκιας από
τον Πειραιά. ο γύφτος ο Γιοβάν απ' το Τατζικιστάν κι ο εξάδελφός του ο
Μάρκος, ο ρεμπέτης, ο σερέτης, ο μεμέτης, ελληνοσύρων μάγων εγγονός, που
'χει μπουζούκι από τη Σμύρνη και καλάμι από τ' Αϊδίνι. μεσ' στον οντά
του ύπνου μου σεΐχηδες τρανοί, με λιανοτράγουδα γλεντούν από τ' Αϊβαλί.
τότες ιππήλατοι χορεύουνε ζεϊμπέκικα απ την Κιρκασία και τραγουδούν
ταξίμια απ' την Καππαδοκία. και μες τη σούρα τους και τα πολλά σεκλέτια
μου ιστορούν χρονογραφίες αρχαίες κι ευλαβικές για τον Ιωάννη Τζιμισκή,
το μαγκιώρο τεκετζή, τον Ιωάννη Ξιφιλίνο με το ξακουστό κλαρίνο, το
Μιχαήλ Ψελλό τον κλεφταρματωλό και το λεβέντη στρατηγό το Ρωμανό το
Μελωδό.
IV
ανήμερα της Κρονστάνδης μεταναστεύει ένα πουλί που οι γέροι ναυτικοί το λεν
«θάνατο» ή «ελευθερία»
στο Σαντιάγο πια δεν κλαίνε το νεκρό τον θάψανε μακριά μαζί με τον Ερνέστο
και τον Πέτρουλα στην ορεινή Ουτοπία
κάθε ψυχοσάββατο στης Μεσογείου τις όχθες ένα πυρίκαυστο παιδί θάλλει
κι ανθίζει
κι εξεγερμένα τότες τα νερά ψάλλουν τον Επιτάφιο κι ομόφωνα ανακράζουν
«Μπουαζίζι»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου