Το τασάκι ήταν γεμάτο σβησμένες σκέψεις
καπνισμένες μέχρι γόπας.
Ο καπνός καύσης τους πηγαινοερχόταν
νευρικός στο δωμάτιο.
Κάθε τόσο με κοιτούσε κατάματα.
Καιροφυλακτούσε για κανένα απολωλός δάκρυ μου
να το μετατρέψει σε όξινο.
Δε θα κλάψω απόψε, συλλογίστηκα.
Αρκετή ρύπανση υπάρχει γύρω μου.
Άνοιξα το παράθυρο να μπει λίγος φρέσκος συλλογισμός.
Η νύχτα έξω κεφάτη λικνιζόταν στις μελωδίες των τζιτζικιών.
Ο ουρανός, γενναιόδωρος καβαλιέρος
την έραινε με ευώδη άστρα.
Την είδα να μου κάνει νόημα μ' έναν μπράβο τριζόνι
να τη συνοδεύσω στον επόμενό της χορό
αλλά της απάντησα ότι ήμουν βιαστικός
κι ας έβλεπα κάθε βράδυ το πρόγραμμά της μέχρι τέλους.
Θα της έκανα μήνυση για ψυχική παρενόχληση
αλλά δε βρέθηκε ούτε ένας μάρτυς κατηγορίας.
Της έκλεισα απότομα το παράθυρο.
Έριξα μια ματιά στο ζευγάρι των καλεσμένων μου.
Η μοναξιά έριχνε λίγο κρασί στα μάτια της
αποφασισμένη κι απόψε να το ξενυχτήσουμε.
Ο πόνος χάζευε στις ειδήσεις των δώδεκα.
Ξεχνιόταν λίγο με τις δυστυχίες των άλλων.
Άνοιξα καινούριο μπουκάλι, κρασί παλαίωσης.
Θύμωσα όμως μαζί του γιατί μου υπενθύμισε
ότι αυτό που παλιώνει γίνεται δυνατότερο.
Κι εγώ είχα τόσα παλιά στο μυαλό μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου