Ώς πότε θα μας βάζουν, τζιμάνια, στα «ψιλά»,
Κατοσταριές, χιλιάδες, αράδα στην ουρά;
Μ’ ένα μας ποιηματάκι, με κάποια κριτική,
Στην εφημεριδούλα την επαρχιακή;
Ν’ αρπάζουμε πασπάλαις αφ’ όλαις τις μεριαίς,
Να κρύβουνε τα γέλοια με βια στις συντροφιαίς;
Καλλιό ’ναι μια φυλλάδα, κ’ εμείς μοναδικοί,
Παρά μεσ’ στους αιώνες με τους στερνούς στερνοί.
Τι σ’ ωφελεί κι αν μείνης ’σε μια παραπομπή;
Στοχάσου πως για τούτο κουράστηκες πολύ!
Ενώ, τζουτζές, παλιάτσος, μπαμπέσης αν σταθής,
Μπορεί να σε προσέξουν και δυο-τρεις αφελείς.
Ξεσκίζεσαι, δουλεύεις την Τέχνη μια ζωή,
Κ’ εκεί που ξέρουμ’ όλοι σε γράφει πάλι αυτή.
( Εδώ σηκώνονται οι Ημίαιμοι ορθοί, και, υψώνοντες
τας χείρας προς τον Δομοκόν, κάμνουν τον Όρκον. )
Μη στοχασθή κανένας πως ήταν για σκατά
Και ’ξέπεσ’ εδώ-πέρα να παίζη τον Πασά!
Τιμώ την αφεντιά του κι ορκίζομαι σ’ αυτό:
Σε γνώμην ειδημόνων να μην υποταχθώ!
Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός
Για να τους αφανίσω, θε να ’ναι σταθερός.
Κι αν παραβώ τον όρκον, να πέση μι’ αστραπή
Και να με κατακάψη, σα να ’χα λογική.
( Τέλος του Όρκου. )
Μπόγιες, τσανακογλείφτες, τσολιάδες, μανιακοί,
Στραγαλατζήδες, πάμε, για μιαν «Αληθινή»
(Τάχατες) «Ιστορία»* να ζώσωμεν σπαθί
Κι ότ’ είμασθε βλαμμένοι παντού να ’ξακουσθή.
Να βάλωμεν αδέλφια, ξαδέλφια και γονείς,
Τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου