Όταν σβήνει το φως
κρατά έναν θόρυβο το κλήμα τού παππού
κι έρχεται η σελήνη πλέκοντας
μες στου κισσού το χάραμα
τις πόρτες.
Ανάβουν τα δάχτυλα και
προσπερνούν οι μέλισσες
σφίγγοντας των βατράχων
τις αμφίβιες εκκλήσεις.
Στου ασβέστη τη γαλήνη
το γιασεμί και ο Ταΰγετος
πυρώνουν τη μοναξιά τού
μαντολίνου.
Σέρνουν χορό ενάντιο
τ' ανθάκια τής πορτοκαλιάς
και η σκιά τού ανεμοδείχτη.
Φρέσκος καφές αχνίζει
από τις φλέβες μας
ο Τζακ αιμορραγεί
αλυχτώντας στο βαρέλι.
Έξω
η αμμουδιά των ελαιώνων
σπέρνει την ιαχή τού τελευταίου
τρένου.
Βαδίζει με του ορεσίβιου
τη σκιά
μια τούφα χαμομήλι.
Έχει κι ο πυρετός την ώρα του
βάλσαμο κι ασήμι.
Όμως ο θόρυβος απλώνει
σαν Κυριακή ανεβαίνει στους φεγγίτες
στις στέγες ύστερα
κρεμιέται από τις χελιδονοφωλιές
και τους εσπερινούς
γέρνει αποσταμένος
κάπου κάπου στα μισάνοιχτα παράθυρα
αδειάζει στη στέρνα τούς αγγέλους του
πηδώντας μ' ένα σύννεφο σπουργίτια
αλαφιασμένα.
Όλη νύχτα περιφέρεται υγρός
και σαν χαράξει
επιμένει
μες στο σακούλι τού παπά
ν' αναζητά όρθρους.
Όταν σβήνει το φως
πάντα θυμάμαι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου