στον Γιάννη Τζανετάκη
Σπάσαν κάτι τζάμια τα παιδιά
της Ελπινίκης
κρυφά με τις αρβύλες τού
Βαρνάβα
απόδειπνο τραβούσαν
βιαστικά για τον προφήτη
κλωτσούσαν τις φλέβες
των λασπόνερων
κι υγίαιναν
ώσπου τα διάλεξε
η σκιά των κωνοφόρων
χόρεψαν ζεϊμπέκικο
μια σπιθαμή
απ' τα σύννεφα
και γλίστρησαν
το ρίγος των δεκάξι
ως... την κλαγγή
και το πρησμένο νύχι
του στρατιώτη
– Κλείσε το φως και βγες
προτού να φέξει
η νικοτίνη σού 'χει νίψει
την προβιά
ηρέμησε μικρέ μου αποσπερίτη
κυλούν από το μάτι τού προφήτη
τα παιδιά
Η πόρτα δείχνει δώδεκα
γίνε το μαύρο τώρα
κι αύριο ξανά
κι έπειτα
έχυσε τη μέρα στα ερπετά
κάποιος που ορκιζόταν τρέφοντας
τους ίσκιους στα σπουργίτια
κι εκείνα μες στον ίλιγγο
βροχή ξεθύμαναν στο πόδι
της Ευτέρπης
το μεθυσμένο όνειρο
έγινε νύχτα
πληγή ανηφόριζε το ίσιο πέλαγο
ψηλά
δυο παραμύθια νότια
σκόνη στο κλέος τού Ευρώτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου