Μια κατακίτρινη πεταλούδα χαϊδεύει κύκλους που
κλείνουν μέσα τους το άρωμά σου
Θυμώνει η απαλότητα με τη βαρβαρότητά της και
στέλνει ένα φτερό από άγρια μέλισσα να τήν απωθήσει
αμέτρητα μικροσκοπικά βελούδινα συννεφάκια που
πέφτουν όλα πάνω στα στήθη σου και γίνονται κρίνα
τους πιο σπάνιους θησαυρούς της στα πόδια σου
Ναυτίλους, ιππόκαμπους, μαργαριτάρια και κοχύλια
όλα ξεβράζονται εκεί που βρέχονται τα ακροδάχτυλά σου
Τα δάση υποκλίνονται στην ομορφιά σου και ραίνουν με
δροσοσταλίδες το σώμα σου, σαν θείο δώρο τής άνοιξης
ξεχνιέται και χάνει το δρόμο της προς το λιόγερμα
Έπειτα σκαρφαλώνει στα μαλλιά σου και κρύβεται
ήσυχη που ξαναβρήκε τον ήλιο της στο πρόσωπό σου
σε τυλίγουν αρχίζοντας από τους αστραγάλους και
ανηφορίζοντας στο βελούδο τής επιδερμίδας σου
σκαρφαλώνουν ως το λαμπερό, καθάριο μέτωπό σου
φλέβες ποτάμια χρυσαφένια που κουβαλάνε τη ζωή στην
κοίτη και στις όχθες τους, μέσα και πάνω στην καρδιά τους
παρασύροντας νούφαρα και κλωνάρια από αγιόκλημα
Γυρίζεις πλευρό και σου ξεφεύγει αναστεναγμός
μη διαπεράσει αδιάκριτο τα βλέφαρά σου και σε ξυπνήσει
ενώ η μεθυστική σου ανασαιμιά έχει αρχίσει ήδη το μακρύ
ταξίδι της στο χώρο, ανασταίνοντας στο πέρασμά της κάθε
μορφή ζωής, μη και τα άψυχα ακόμα αφήνοντας ασυγκίνητα
εκείνο το ηλεκτρισμένο χρώμα τής διαύγειας και το άλλο το
ομιχλώδες τού ονείρου που διαπερνάει σάρκα και πνεύμα, σαν
ανατριχίλα που ακροβατεί στην κορυφογραμμή τών αισθήσεων
αεροδιάδρομους για ολονύκτιες προσγειώσεις και απογειώσεις
Από τον ίλιγγο τής θέας σου θρυμματίζονται όλα τα φράγματα
Ήχος και φως, αναστολές και φόβοι, δικοί σου αιχμάλωτοι
μέσα στην ταχύτητα τής πτήσης σου κείτονται παραδομένοι
Κοιμήσου κι άσε με να περιγράψω την Εδέμ του κορμιού σου
Ένα ελαφρύ αεράκι τρυπώνει από το παράθυρο και σε χαϊδεύει, πότε δροσερό,
πότε καυτό,
σαν χάδι ερωτικό την ώρα τής υπέρτατης ηδονής
Αναριγάς και τεντώνεσαι αφήνοντας να ξεπροβάλει το στήθος σου
γυμνό και σφιχτό, γεμάτο επιθυμία όπως τινάζεται να ενωθεί με
την πνοή τού εραστή ανέμου,
του παραβάτη τής ενδεκάτης εντολής:
την τριανταφυλλιά στο μπαλκόνι μας κι ευθύς ως
σε αγγίζουν παίρνουν ζωή και γίνονται πάλι
τριαντάφυλλα κατακόκκινα σαν τον έρωτα
τον έρωτα που ανθίζει σε κάθε επαφή,
σε κάθε φιλί, σε κάθε σκέψη
αχνό χαμόγελο γεμάτο υποσχέσεις
Να ‘ναι τ’ όνειρο μη το αγέρι που
ψιθυρίζουν στ’ αυτί σου ερωτόλογα;
κάνεις μια κίνηση ανεπαίσθητη με τον ώμο σου
σα να θέλεις να προφυλαχτείς, σα να θέλεις
να αποδιώξεις τη γαργαλιστική ανάσα
να της στερήσεις την απόλαυση της επαφής με το δέρμα σου
Δεν αρκεί κι αναλαμβάνει το χέρι σου σείοντας τον καρπό
χωρίζει τη σιωπή στα δύο,
αναστατώνοντας το γαληνεμένο σύμπαν
Σα να πετάρισε κάτασπρο περιστέρι στο σκοτεινό φόντο και
σε κάθε ανοιγοκλείσιμο των φτερών του μένει πίσω μια αχνή
ανταύγεια του σχήματός του να
υποδηλώνει την ανάλαφρη παρουσία
Ένα, δύο, τρία, τέσσερα
δεξιά, αριστερά, δεξιά, αριστερά
ένα, δύο
Πιο αργά.
για να συναντήσει το αντίπαλο δέος τής σύγκρισης από το οποίο
θα διεκδικήσει την πρωτοκαθεδρία τής πιο βελούδινης αίσθησης
Το σώμα σου!
Ένα κατάλευκο φτερό που αναπαύεται
πάνω στο εβένινο δέρμα σου
δημιουργώντας τήν υπέρτατη αντίθεση
στο βασίλειο τού αισθησιασμού
Έχασε!
Στη σύγκριση τής απαλότερης αίσθησης
νικήτρια αναδεικνύεται η αυτοκρατορία σου!
Αυτοκράτειρα των πιο απόλυτων αισθήσεων κρατάς
στις παλάμες σου σφιχτά τις πιο αισθαντικές απολαύσεις
και τις χαρίζεις απλόχερα όπου αγαπάς
Κοιμήσου ήσυχα κι άσε με να σε υμνήσω
η ανοδική πορεία όσο οδεύουμε προς το ξημέρωμα
Αναδεύεσαι ελαφρά και παρατηρώ την πρώτη σταγόνα ιδρώτα να
γλιστράει απαλά από τον κρόταφό σου και να κατρακυλάει προς
τον λαιμό, όπου σπεύδει να συναντηθεί με μία δεύτερη που
είχε σαν αφετηρία της το μέτωπό σου
Ευτυχισμένες, θείες διαδρομές!
στιλπνότητά σου απ’ άκρη σ’ άκρη
Παρατηρώ την παιχνιδιάρικη πορεία τους
πώς κατεβαίνουν από τα γιασεμιά τού λαιμού σου
κι αφού αναρριχηθούν ελαφρά στις παρυφές τού στήθους σου
διαγράφουν μια μικρή παράκαμψη κυκλώνοντας τις
σοκολατένιες ρώγες και σε ευθεία πια γραμμή
διασχίζουν την επίπεδη κοιλιά και διαχωρίζονται πάλι
άλλες βρίσκοντας ασφαλές καταφύγιο στην
τριανταφυλλένια κοιλότητα τού μικρού σου αφαλού
κι άλλες συνεχίζοντας την πορεία τους προς
τα τροπικά δάση τής ήβης σου
εύρεση και απώλεια πολύτιμων παραμυθένιων θησαυρών
νόστος κι ελπίδα γυρισμού και χαρτογράφηση πορείας
Άσε με να σε ξυπνήσω εγώ μ’ ένα φιλί,
με ένα χάδι, μια ανάσα, μια αγκαλιά
Μη ξυπνήσεις ακόμα
σαν πολύτιμο πετράδι στο λυκαυγές
καθώς νιώθω εκατοντάδες βλέμματα γεμάτα φθόνο
εκεί, στο έμπα τού παράδεισου
έτοιμα να με κατασπαράξουν για να πάρουν τη θέση μου
Χερουβείμ πρόθυμα να εκπέσουν για μερικά
απειροελάχιστα δευτερόλεπτα παρουσίας τους
πλάι στο απερίγραπτο θαύμα τής ύπαρξής σου
κυριεύει το είναι μου τρυπώνοντας από κάθε πόρο
από κάθε μόριο τού κορμιού μου
Γλυκές καμπάνες δονούνται κι αγαλλιάζουν τα εσώψυχά μου
Δεν είναι μουσική, η φωνή σου είναι που κάτι μοιάζει να μου λέει
μέσα από το παραλήρημα τού βαθύτερου ύπνου σου, εκεί
κοντά στο ξύπνημα, στην επαναφορά από το όνειρο
Ή μήπως στην επαναφορά τού ίδιου του ονείρου;
Έλα, είναι ώρα να ξυπνήσεις μάτια μου
Δεν τη χορταίνω τούτη την ομορφιά μα πρέπει να ξυπνήσεις
Όχι γιατί δεν έχω άλλα να σου πω
Όχι γιατί δε βρίσκω άλλα λόγια για να σε περιγράψω
Μα, να, δες, όλα προσμένουν το ξύπνημά σου για να ξημερώσουν
κι ο ουρανός αν δε φανείς δεν ημερεύει,
το γκρίζο του να γαλαζώσει
Τα πουλιά παραμένουν πεισματικά βουβά
μέχρι να σ’ αντικρίσουν στο μπαλκόνι
Κι η καφετιέρα ακόμα δεν ζεσταίνει τον καφέ
ούτε η γιαγιά, η διπλανή, φωνάζει καλημέρα
ξύπνησε να ξημερώσει η μέρα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου