σ’ ὅ,τι ἀκούμπησαν τὰ χέρια μου
φύτρωσαν κι ἄλλα χέρια.
Τὰ βλέπω, τὴν ἄνοιξη βλασταίνουνε κι ἀνθίζουν
στὰ δέντρα ποὺ σκαρφάλωνα.
Τ’ ἀγγίζω, ἀσάλευτα καὶ σκουριασμένα
μὲ τὴν παλιὰ βαφή τους ξεφτισμένη
σὲ κάγκελα ποὺ ἔφραζαν αὐλὲς παλιῶν σπιτιῶν.
Τὸ δίχως ἄλλο θὰ ζεσταίνουν
ὅποιο κορμὶ ψηλάφησα,
μὲ ἀναλλοίωτες τὶς ἁμαρτίες στ’ ἀκροδάχτυλα.
Εἶναι καὶ τ’ ἄλλα, τ’ ἀόρατα.
Τὰ κέρινα χέρια ποὺ ἔλιωσαν στὰ μανουάλια,
ποὺ φύτρωσαν σὲ ἄψυχες σκιές,
σὲ στεφανωμένα ἀγάλματα, σὲ σημαῖες
καὶ τ’ ἄλλα χέρια ποὺ σκορπᾶνε τὶς νύχτες,
μὲ τὸν ἄνεμο,
τὰ μαραμένα φύλλα καταγῆς.
Τὰ χέρια ἐκεῖνα
-μελάνι καὶ μολύβι-
τυπωμένα στὴν καρδιά,
μονάχα στὰ ποιήματα τὰ συναντάω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου