Ω, φλόγες, τρεμάμενα πλανητικές φλογίτσες, ίδιες και απαράλλαχτες για τον Ρωμαίο εκατόνταρχο, για τον καταραμένο ποιητή, για το σαπουνόνειρο του αστού και της κυρίας, ω, δειλές εκλάμψεις μιας ρομαντικότητας που κατήντησε φτηνό ρομάντσο δωματίου, πόσο μικρός είμαι την πιο μεγάλη ώρα. Ωρα της περισυλλογής, σταμάτησέ με. Αρνήσου τη λαιμαργία των ματιών μου, μπλόκαρε τα χέρια που κατάκλεψαν τον ύπνο της αγαπημένης. Γίνε η πίσσα της γραφής, να κολλά μαρτυρικά η αγάπη στην αυθάδεια. Ωρα της αγάπης, λιγόστεψες απόψε. Δεν αρκείς για να σημάνεις βουρκωμένη και ό,τι χτυπά ξερά μες στα μεσάνυχτα μετρά τη νύχτα των ιεροεξεταστών που κι αν δεν ζήσαμε ο νέος κόσμος βεβαιώνει. Σκέψη καμιά δεν απλοποιεί τη νοσταλγία και η ψυχή δεν είναι γη που αποπίνει την πικρία. Δεν είναι απλός ο κόσμος, όταν ο κόσμος είναι λίγος και κρυώνει. Στον κόσμο ετούτο της αγάπης, δεν αρκεί να σε αποκαλώ: αγάπη μου. Οχι απλά να μας κρατήσω το κερί και να βαδίσω στη λιωμένη προσευχή παραμιλώντας: αγάπη μου. Ούτε κι αν πεθάνει η ευχή να πάρω τη φλόγα στο φιλί: αγάπη μου. Δεν είναι αυτό η αγάπη, όταν η αγάπη σαν εύκολο χρήμα αυξάνει και τελειώνει.
Θα στριμωχτώ μες στην ψυχή, νηστεύοντας τον λυρισμό, τα νυφικά σονέτα. Θα δυναμώσω τη σιωπή, να μην ακούγεται η αγορά να μου γαβγίζει: αγάπη μου. Δεν θα μας σβήσω το κερί, ας καίει αυτό την παθιασμένη Ρώμη, τον αρχαίο μας έρωτα, όλη τη νύχτα ας καεί την παραίσθηση, αφού η αλήθεια δεν αρκεί όταν ο κόσμος δεν αρκεί και περισσεύει. Και σαν πρωτόπλαστος με αλφάβητο στα χείλη που δεν ξέρει να προφέρει, θα σπείρω την αγάπη μες στο σύμπαν γι' αστροναύτες άλλων εποχών που θα μπορούν ν' αγγίξουνε τ' αστέρια. Θα πάψω εδώ λοιπόν. Δαγκώνοντας και φτύνοντας την ώρα. Σπρώχνοντας τη νύχτα και ξανά. Μέχρι να ξημερώσει, λέω. Κι απ' την ψυχή πριν ξεκολλήσει ο καημός και σκάσει στην σιωπή σαν κεραυνός, ν' ανοίξω τότε το παράθυρο να μπει το φως και να φωνάξω
γιατί πάντα ο κόσμος θα πηγαίνει μπροστά.
Ασε τον κόσμο και στάσου εδώ, ακριβώς εδώ
με το πρόσωπο φθαρμένο απ' την ελπίδα
λίγο λοξά, καρτερικά, σαν των αγίων
στην αιώνια πορσελάνη των ναών˙
με τιμωρημένα μάτια έλα και στάσου
μες στα φτωχά λουλούδια που σου χάρισα
γιατί δεν μπόρεσα, δεν μπόρεσα, αδερφή μου
να κόψω για σένα τα δάκρυα του ήλιου.
από την αρχαιότητα θερίζοντας σπαρτά
δόξα για ν' ανοίξεις στη θάλασσα
ησύχασε τον κόπο σου˙ ζητώ μονάχα
μιαν ιδέα από το φως, ίσα-ίσα
από την ζέστη, έναν σπινθήρα απ' τη δροσιά
για την αδελφή μου μονάχα το ζητώ
για το χαμόγελο, για τα φτωχά της χείλη
που ανοίγουν λοξά στο πρωινό
το τέλος ενός ολόκληρου κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου