Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής (απόσπασμα)

Η Κλυταιμνήστρα στην Αυλίδα

Η θάλασσα θα ’χει δεχτεί
να πάρει τα καράβια στο ταξίδι τους
έπειτα απ’ το θρίαμβο της πληρωμένης Νύχτας
και τη φρίκη της Αυγής.
Επευφημίες.
Αδιάντροπες αφυπνισμένες άγκυρες.
Το αίμα. Το δέος. Σιωπή.
Μετά θ’ ανοίξουν τις κουρτίνες
κι ανέφικτη θα κατεβώ λίγα σκαλιά.
Βλέμμα οριζόντιο, λύπη οριζόντια.
Θα ’χω ανέβει στο τελευταίο δάκρυ,
το δάκρυ που πετρώνει,
και γίνεται
αυτό που λεν οι ανήξεροι: φαρμακερή καρδιά.
Οι ακόλουθοι δε θαν το δουν,
θα βουλιάζουνε τα μάτια τους στις τύψεις·
θα βουλιάζουνε στη λίμνη των στιγμών,
όπως σε κάθε πίκρα τους
στηρίζουν κάτω απ’ το θαμμένο τους πιγούνι την παλάμη
και με την εγκαρτέρηση νομίζουν πως θα στήσουνε
ό, τι ούτε ο θεός δεν μπόρεσε να φέρει δεξιά.
Έτσι, να εξευμενίσουνε τα βήματα της Μοίρας.
Μα το νόημα της ζωής μας δεν αλλάζει.
Το ύπουλο αυτό νόημα που προχωρεί
ατσάλινη στιγμή μες στους αιώνες,
και δεν το μαλακώνει ο πόνος μας
που διαφεύγει μες απ’ τις κινήσεις μας,
που τις προετοιμάζει,
το σκοτεινό αυτό νόημα
που προχωρεί ακατάλυτο, αδιάφθορο και ριγηλό
μες απ’ τις επικλήσεις μας κι από τις προσευχές μας
δε θαν το δουν.
Θα βουλιάζουν στην ελπίδα του καιρού.
Μα εγώ, πέρα απ’ αυτούς, χωρίς αυτούς
δεν θα ’μαι πια αχιβάδα στην τρεχάλα της συρμής του.
Στο ’να πλευρό μου πάντοτε η Φωτιά
μα στ’ άλλο η φρίκη μου βουβή
θα ’χουμε δει στο ματωμένο σου κεφάλι
τη λιμασμένη Μοίρα μου χορτάτη.
Δε θ’ απομένει πόνος πια.
δε θα ’ναι πια μελωδικό τραγούδι κύκνου που πεθαίνει
δε θα ’ναι πια κλυδωνισμός τραυματισμένης νύχτας
κάτω από ρομαντικό φεγγάρι.
Θα μένει
μόνο αυτό το τραγικό άρωμα,
η ανείπωτα πικρή εκείνη γεύση,
αυτή η στεγνή εντύπωση
που αν θες, την κάνεις σιδερένιο τραγούδι
–τσεκούρι, φωτιά–
Αν θες την κάνεις λόγχη
–τσεκούρι, φωτιά–
που λησμονιά
ή μνήμη μουσική δεν γίνεται μονάχα.
Κι εδώ, δεν θα ’ρθει η θάλασσα να παίξει
με τις γυμνές νεράιδες του κρυφού μου κήπου,
δεν θα ’ρθει η θάλασσα να βρει φεγγάρι,
δεν θα ’ρθει μπάτης πια.
Στα ματωμένα βότσαλα τα βράδια
η αγρύπνια μου θα τριγυρνάει
αγέλαστη και μοναχή στους μόλους
με τη φωνή του πυρετού
για τα περαστικά θαλασσινά πουλιά
που αμέριμνα θα ’ρθουν
να φέρουν άνοιξη στο χώμα
που το στοίχειωσε η θυσία σου.
Θα ’χω μια λύπη που θ’ αγγίζει τ’ άστρα,
ψηλή, και κατακόρυφη.
Δε θ’ απομένει πόνος πια.
Αυτοί, μετά καθώς θ’ ανοίξουν τις κουρτίνες
θα βουλιάξουνε στη λήθη του καιρού.
Κι έπειτα
θα ’ρθουνε φαύλοι χρόνοι που θα πουν
ότι ήσουν τάχα ιέρεια στους Ταύρους,
θα ’ρθει να με λογχίσει η Ηλέκτρα.
Μ’ αν ήταν στο ’να μου πλευρό πάντα η φωτιά,
αυτό το μέτωπο
δεν ήταν πάντοτε φωλιά
πικρών πουλιών που δεν λαλούν,
δεν ήταν πάντοτε κυψέλη
για στείρες μέλισσες σιωπής και συμφοράς.
…Ότι σε πήραν σύννεφα,
ότι είσαι τάχα ιέρεια στους Ταύρους.
Καρδιά οριζόντια. Λύπη οριζόντια,
για πάντα.
Ευθεία γραμμή, ατέλειωτη, χωρίς υποτροπή
ως την καρδιά του Χρόνου.
Εγώ
που κράτησα στα χέρια μου
το ματωμένο σου κεφάλι
μονάχα εγώ
μπορώ να ξέρω την αλήθεια.
  =============================
Παραίνεση για την Ηλέκτρα

Δεν θα περιμένετε πολύ.
Οι φλόγες των φρυκτωριών φτάσανε πια στ’ απέναντι βουνά,
δηλαδή,
η συνοδεία του αρχιστράτηγου πλησίασε.
Η Κλυταιμνήστρα
έχει γίνει ολόκληρη, μονάχα, μια κραυγή
που αν αφηνόταν θα ’σπαζε τον ουρανό κομμάτια
σαν από γυαλί.
Αυτή, την τελευταία στιγμή, σας ικετεύω,
τώρα που ο πόλεμος τελειώνει πια,
φανείτε λίγο επιεικής, λιγότερο στυγνή
κι όλα
κάτω απ’ το φως της φωτεινής πατρίδας σας
γίνονται πάλι απλά και φωτεινά·
όλα ξεχνιώνται.
Μην αποστρέφετε το πρόσωπο.
Σε σας, σε σας, μιλώ
πικρή και σκοτεινή υψηλότης
δεσποινίς Ηλέκτρα Ατρείδη.
Είδαμε και πάθαμε να θάψουμε
το ματωμένο παρελθόν υψηλοτάτη:
Τις ιστορίες του Θυέστη
τα παιδιά του φέτες στο τραπέζι:
Ένας ζόφος δίχως τέλος
που γέμισε τ’ ανάκτορα εφιάλτες και κατάρα.
Είδαμε και πάθαμε -το ξέρετε καλά-
να στείλουμε την Ιφιγένεια κρυφά στους Ταύρους
για να μην αρχίσει πάλι η εποχή του αίματος
σ’ αυτό το σπίτι.
Και τώρα, έχουμε σας
ρομαντική, συσπειρωμένη οχιά
κάθε πρωί ν’ ανοίγεστε σαν δέντρο σαρκοβόρο,
φυτό που δεν μπορεί
τίποτα να εξηγήσει φυσικά,
χάλκινο προσωπείο
που του είναι αδύνατο ν’ ακούσει
τίποτ’ απ’ όσα του εξηγείς
πιο απλά κι απ’ όσο θα εξηγούσες
σ’ ένα μικρό χαζό παιδί.
Δεσποινίς Ηλέκτρα,
Περισσότερο από έκλυτοι κι αχρείοι
Είμαστε άνθρωποι απλοί και λογικοί.
Αν θέλετε, έστω δίχως σταθερές αρχές,
Μάθαμε ωστόσο ν’ αντικρίζουμε τ’ ανθρώπινα σαν άνθρωποι
Να τα εξηγούμε
Κι όσα είναι δύσκολο κανείς να τα εξηγήσει,
Να τ’ απλοποιούμε, κατά το δυνατόν.
Ο συλλογισμός μας είν’ αυτός:
Αύριο φτάνει από την Τροία ο Αγαμέμνων.
Τι θα κάνει ο Αίγισθος; Θα φύγει.
Ο ρόλος του τελειώνει και το ξέρουνε
κι αυτός κι η Κλυταιμνήστρα.
Δεν τους δικαιολογούμε·
απλώς νομίζουμε
πως μια μοιχεία αρκεί στην οικογένεια.
Κι έπειτα μη βλέπετε σα Νέμεση
μονάχα αυτά που θέλετε να δείτε.
Αν είχατε προσέξει τόσα χρόνια
σ’ αυτά που φλυαρούν οι απεσταλμένοι του Αγαμέμνονος,
θα ’χατε δει
πως τα θαλάσσωσε ο αρχιστράτηγος.
Και βέβαια, δεσποινίς Ηλέκτρα, την Βρησηίδα,
την Χρυσηίδα.
Και τώρα, εν κατακλείδι,
της Κασσάνδρας την περίπτωση εννοώ.
Κι εκεί αυτός, αυτά.
Εσείς εδώ
αρπάξατε και στείλατε στα ξένα το μικρό σας αδελφό.
Ε, δεν κατάπιε λίγα η Κλυταιμνήστρα.
Συμφωνήστε, αν θέλετε, να βρίσκεστε εν δικαίω.
Σ’ έσχατη ανάλυση είσαστε ή δεν είσαστε παιδί της;
Τι στάση κόρης είν’ αυτή;
Πώς συμπεράνατε
πως ήθελε να βγάλει από τη μέση τον Ορέστη;
Σας είπαμε: δεν τη δικαιολογούμε.
Παραδεχόμαστε πως είν’ εν μέρει ένοχη,
ότι δεν απέβη η υπόθεσή της όπως έπρεπε,
όπως ίσως θα ΄θελε κι εκείνη η ίδια ν’ αποβεί.
Μα δεν είναι έννοια αφηρημένη, βλέπετε, η ζωή,
όπως η υπόληψη, η τιμή, το χρέος
και τα λοιπά και τα λοιπά ιδεώδη που προβάλλετε.
Κυλάει και βροντάει στις φλέβες μας
αφρίζει, υψηλοτάτη, έξω από τις γρίλιες μας
παράφορο, καυτό ποτάμι φουσκωμένο
και ποιος, με ποιο ιδεώδες, δεσποινίς Ηλέκτρα,
από ποια σκιά αν κρατηθεί,
μπορεί να μην παρασυρθεί από τη φορά του;
Μην επιδεινώνετε λοιπόν τα πράγματα.
Αυτή, την τελευταία στιγμή, μπορείτε
να κάνετε ένα βήμα προς το φως
χαμογελώντας επιτέλους λίγο,
πικρή, στυγνή και σκοτεινή υψηλότης,
δεσποινίς Ηλέκτρα Ατρείδη.
=============================
Μονόλογος της Ηλέκτρας

Αιφνιδίως με γοήτευε η ιδέα
πως μπορούσα να εξωθήσω
πρόσωπα και πράγματα σαν λόγχη·
πως ήταν δυνατό να πάρω σχήμα λαιμητόμου
πάνω από ένοχους αυχένες,
ότι μπορούσα να υψωθώ
σαν κυπαρίσσι σκοτεινή,
σαν πεπρωμένο ανέφικτη.
Η ιδέα ότι μπορούσα να διασχίσω αδιάφορη
μ’ ένα σατανικό αδιόρατο χαμόγελο
πλήθη λυσσαλέα και μαινόμενα εναντίον μου
με διέλυε.
Με διαπερνούσε, με σπασμούς σχεδόν ηδονικούς, η σκέψη
πως μπορούσα
να βρεθώ στο τελευταίο σκαλοπάτι του ικριώματος
περιφρονητική
ενώ ένας όχλος θαμπωμένος
του κάκου θα περίμενε ως το τέλος
να ξεσπάσω σε λυγμούς.
Αιφνιδίως με γοήτευε
ναι, μ’ έκανε τρελή η ιδέα
πως ήταν δυνατό να πάρω μιαν απόχρωση
τεφρού αμετακλήτου
σκιάζοντας κι αφανίζοντας το φως του ήλιου
που τους είχε τόσο ανάψει και μεθύσει.
=================================
 Ορέστης Ατρείδης

Ναι μεν τα κίνητρά σας ευγενή
(κίνητρα δολοφόνου ευγενικά;
Pour ainsi dire: passons),
ο φόνος όμως φόνος
επέμενε διακριτικά μα σθεναρά ο εισαγγελεύς.
Η Ηλέκτρα φρένιασε· (μαινόταν:
Κι η μοιχεία; Κι η σφαγή του βασιλιά;)
Επέσειαν απειλές και σχετικές κυρώσεις
στ’ ατέρμονό τους πηγαινέλα οι αυλικοί.
παραιτήσεις, υποδείξεις, δικηγόροι,
κομφούζιο στον Άρειο Πάγο·
και κατά την ολομέλεια φυσικά στο τέλος
συμφώνως τω άρθρω τάδε…
του νόμου, νόμου… (κάποιου νόμου τέλος πάντων·
αν είναι δυνατό, κανείς να συγκρατήσει
παράγραφους κι εδάφια
νόμων σε τέτοιον κυκεώνα)
έχετε απαλλαγεί λόγω συγχύσεως
«πλήρους» μάλιστα συγχύσεως
είν’ η διατύπωση του σχετικού εγγράφου.
Σύγχυσις πλήρης…
Ίσως, δηλαδή, λόγω βλακείας.
Όχι ίσως. Ακριβώς.
Τέλος στο παλάτι, κεραυνός.
Και τώρα, κατεβείτε πρίγκηψ,
κύριε, πολίτα, Ορέστη Ατρείδη
(πώς προσαγορεύεται, άραγε, ένας έκπτωτος;)
Ορίστε το εισιτήριο, τ’ ανάλογο συνάλλαγμα
και τα λοιπά απαραίτητα χαρτιά.
Πυλάδη, σεις
με τις σοφές σας συμβουλές
βιαστείτε: τις αποσκευές.
Το πλοίο πρέπει ν’ αποπλεύσει το ταχύτερο.
Για την προσωρινή σας -πρώτον- απομάκρυνση
δεν εννοεί να υποχωρήσει ο εισαγγελεύς.
Όσο για το θρόνο σας και τη διαδοχή σας -δεύτερον-
κανείς δεν ξέρει.
Παίρνουνε χρόνια αυτά τα πράγματα.
Ίσως γυρίζοντας με της θεάς το ξόανο,
προβάλλουμε το ευγενικό προσκύνημά σας,
θα ΄χει λησμονηθεί κι η πλήρης σύγχυσις…
Ίδωμεν τέλος πάντων.
Υπάρχουν, βλέπετε, αθωώσεις
που ΄ναι περίπου σαν καρατομήσεις,
σαν καταδίκες στην εσχάτη των ποινών.
Σε θάβουν ζωντανό
-πώς να το πω: σε διαγράφουν
κι ίσως, Ορέστη Ατρείδη,
ακόμα πιο πολύ.

====================

Οι Άγγελοι, οι Εξάγγελοι κι ο επίλογος της Κλυταιμνήστρας Ατρείδη –Τυνδάρεω

Και «σουτ, εσύ» μου έλεγαν «σιγά».
«Εσύ» στη σκιά, στο φόντο κάθε χώρου.
«Σιγά. Αυτή είναι η τάξη των πραγμάτων».
Του κερατά, του κόσμου η τάξη
εκείνων που σκοτώναν και μαγείρευαν
του Θυέστη τα παιδιά.
«Σκύψε το κεφάλι, εσύ· σιγά».
Γιατί –του κερατά–
δεν έσκυψε κι η Ελένη το κεφάλι;
Εγώ γιατί να σκύψω το κεφάλι;
Κι εγώ ήμουνα της Λήδας και του Κύκνου κόρη.
Κι ίσαμε την Αυλίδα –σουτ– καλά.
Ας πούμε, πάει καλά. Καλάμια και παλούκια
–του κερατά–
Ίσαμε κει που οι άγγελοι κι εξάγγελοι
ερχόντουσαν και πήγαιναν
–άγγελοι ποιοι–
των Ατρειδών λαλίστατοι οι αλήτες
–μονάχα εγώ σιγά, του κερατά–
μ’ όλο που μια πύρινη περόνη
ρώταγε μέσα μου βαθιά,
τα πηγαινέλα του Αίγισθου ολοένα και πυκνότερα
προετοίμαζαν αργά
μα σίγουρα τον όλεθρο και τον αφανισμό.
Κι ίσαμε κει, σιγά·
ας έκανα κι αλλιώτικα·
ίσαμε κει
περίμενα τους Άγγελους τουλάχιστον
που δίνουνε και παίρνουνε
σ’ όλες τις τραγωδίες
και μονάχα στο τέλος της δικής μου
ούτε σαν επίλογοι δε φάνηκαν.
Πού ξέμειναν λοιπόν
του κερατά οι εξάγγελοι
που τρέχουνε γοργοί στους τραγικούς
για τα παντρολογήματα –τάχα μου– του Αχιλλέα;
Δεν είχε καν ιδέα ο Πηλείδης·
πλάγιαζε με τον Πάτροκλο
κι ήταν ο γάμος κι ο γαμπρός της Ιφιγένειας
του Κάλχαντα ο βωμός.
Ώστε,
δεν υπάρχουν Άγγελοι κι Εξάγγελοι.
Μονάχα στον Αισχύλο –που αίσχος του–
στον Σοφοκλή –του κερατά–
γιατί στον Ευρυπίδη
κατέβηκε από μηχανής ολόκληρος θεός
να σώσει απ’ τον Ιάσονα τη Μήδεια.
Δεν είχε πέραση εκεί, η μέγαιρα η Ηλέκτρα
να κόβει και να ράβει εν ονόματι
της τάξης των πραγμάτων
αυτής της «τάξεως» του κόσμου σας
που μου ’λεγαν
του χρόνου, του δικού σας του ρυθμού.
Άστε τις στρεψοδικίες·
ο κόσμος; Τράπουλα δική σας,
μ’ όποιο παιγνίδι θέλατε την παίζατε.
Δεν υπάρχουν Άγγελοι
Τσεκούρι, δίχτυ και μαχαίρι μοναχά,
Το ένα σας και το ένα μου
Το «παίσον» το «διπλή» του Σοφοκλή.
Άλλωστε κι αν υπήρχανε
για μένα τίποτ’ άλλο δεν απόμενε.
Χρόνια στη σκάρα της Μομφής
και της Από-δοκιμασίας,
χάραζε πια η Ώρα μου
κι έμπαινα εκπυρωμένη
μέσα στο λουτρό του φονικού.
Σα μια πυράγρα μ’ άρπαξαν οι ατμοί του.
Και μια, μες στο καμίνι
στις φλόγες μέσα τις ανήμερες της Άρνησης
και μια, πάνω στο αμόνι
χάλκευαν μπρούντζινα τα χέρια μου
το πρόσωπό μου μπρούτζινο
ενστερνιζόμουν μπρούτζινη
την Τάξη των Πραγμάτων.
Άκουσα – έκουσα ίσαμε κει:
Ολόκληρη μια κίνηση από μπρούτζο:
και σουτ, μια, με το δίχτυ
κι άλλη μια – του κερατά
σιγά με το τσεκούρι
και σσουτ, πνιγμένη στο αίμα,
θύτης κι εγώ, στην πρώτη επιταγή τους
χωμένη ως το λαιμό
στην τάξη των φονιάδων του Θυέστη
και θύμα, φυσικά, στη δεύτερη
και δείπνο της Ηλέκτρας και του Ορέστη.
Σιγά. Και σσουτ, και σσουτ, σιγά
με χωνεμένο το μικρό του ξίφος
βαθιά μες στην καρδιά.
=================================

Εξ άλλου τι ν’ απόγινε εκείνη η σκοτεινή πριγκίπισσα, η δεσποινίς Ηλέκτρα Ατρείδη, III 

Προς Πυλάδην
… Κι εξάδελφέ μου, εξ άλλου, φυσικά:
ποτέ μου δε θα το ’λεγα έτσι:
ωμά και κυνικά.
–Άλλωστε σας οφείλουμε πολλά–
μα τώρα πρέπει να επιστρέψετε
στ’ ανάκτορα του αγαπητού πατέρα σας
και θείου μου.
Ναι: στη Φωκίδα.
Η παραμονή σας στις Μυκήνες
έχει παραταθεί και παρατείνεται·
το ξέρετε, το ξέρω,
βεβαίως απ’ αγάπη και ενδιαφέρον
αλλά ναρκοθετεί αναμφίβολα
–θέλετε, δε θέλετε–
το συνοικέσιο του Ορέστη με την Ερμιόνη
την κόρη Μενελάου Ατρείδη
εξαδέλφη του εκ μητρός,
όπως και ’σεις, με μόνη διαφορά,
εκ πατρός.
Σα ν’ απορείτε και θα γίνω πιο σαφής.
Το δίδυμό σας με τον πρώην –δυστυχώς–
διάδοχο αδελφό μου…
–υπαινιγμός κανένας, μην ταράζεστε,
δε σας προσάπτω τίποτα–
αλλά το σκυλολόι, εδώ, στο Άργος,
ο κόσμος γενικά στις επαρχίες
– ό,τι βγάζει ο κώλος τους, το λέει το στόμα τους.
Οι ναύτες –πρώτοι και καλοί–
που σας πήγαν και σας έφεραν στους Ταύρους
εδώ οι σκουρόβλαχοι, οι Ξεριώτες
όλο και κάτι παρανούρια βγάζουνε
–και τ’ αποκλείω κάτι
να μην έφτασε ως τ’ αυτιά σας–
όλο και ψιθυρίζουν
–όχι πως κάθομαι ν’ ακούω–
πώς θα τολμούσαν, άλλωστε, μπροστά μου;
–αλλά– ακόμη κι οι αυλικοί
–άλλοι πιο καλοί–
έχουνε να το λένε,
Το πάνω –λένε– χέρι, σεις αρρενωπός,
το κάτω, κείνος φύσει ντελικάτος
κι άβουλος
νευρωτικός κι ευέξαπτος
υστερικός σχεδόν
στιγμή δεν κάνει δίχως σας.
Όταν μου βάζει μανιασμένος τις φωνές
–και τι δε μου καταλογίζει·
όχι άδικα τελείως, δυστυχώς–
μονάχα, ’σεις, μπορείτε
να τον καλμάρετε, να τονε κουμαντάρετε
με μια αυστηρή ματιά σας μοναχά.
Κι αυτοί ψου-ψου και «σκύψε να σου πω»,
«καπνός… χωρίς φωτιά…» και τα λοιπά.
Ούτ’ εξ άλλου αυτός, ούτε και σεις
κάνατε μια προσπάθεια
ν’ αλλάξει νοοτροπία η Ιφιγένεια,
όπως επιστρέφατε απ’ τους Ταύρους.
Ούτε που πήρατ’ είδηση, πως το ιερατείο
απ’ το λιμάνι, κιόλας μάνι-μάνι
μέσα σχεδόν από τα χέρια σας
την είχε εξαποστείλει στη Βραυρώνα
ενώ όλοι θεωρούσαν πιθανότατο
έναν αρραβώνα της με σας.
Δεν ξέρω πώς το βλέπετε,
αλλά η ιεροσύνη της εμένα μου μυρίζει
θρησκοληψία χρόνια και προσηλυτισμό
επίμονο και συστηματικό.
Ο γάμος σας με μένα
τους πάει βέβαια γάντι.
Με παίρνετε μαζί σας στη Φωκίδα,
ο Ορέστης πάει στη Σπάρτη…
Μην τρέφουμε αυταπάτες·
παν οι Ατρείδες, πάει η δυναστεία·
αλλιώς τα υπολογίζαμε, αλλιώς τα ’φερε η μοίρα.
Αύριο φτάνουν οι συμπέθεροι:
Μενέλαος, Ελένη συν η κουστωδία.
Τα κακοήθη σχόλια
θα είν’ ολέθρια για όλους μας.
Παράνυμφος εσείς – ο Ορέστης επιμένει.
Έστω, αλλά ο Μενέλαος;
Αν έφτασε στ’ αυτιά τους τίποτα; Η Ελένη;
Να ’στε πιο λίγο τρυφερός μπροστά τους,
τελείως τυπικός.
Πιο λίγο –πώς το λένε– κολλητός.
Μα και βεβαίως είσθε
πάσης, υπεράνω, υποψίας.
Όμως, το «είσθαι» δεν αρκεί.
Πολλοί, το συμπεραίνουν
μόνον ως εξίσωση του «φαίνεσθαι».
Και λεν, μετ’ επιτάσεως,
–λυπάμαι που το λέω–
πως ε ί σ θ ε, ό, τι φ α ί ν ε σ θ ε,
έστω ό, τι θέλουνε να φαίνεσθε πως είσθε.
Πώς να ξεβρωμίσω
μπαγιάτικων ψαριών κεφάλια βρώμικα;
Γυρίστε στη Φωκίδα, λοιπόν, μετά τους γάμους,
στου βασιλιά πατέρα σας.
Στο κάτω-κάτω της γραφής
πρέπει να το δεχθείτε: θα τον διαδεχθείτε,
να το παραδεχτείτε: πως έφτασε ο καιρός
πια, ν’ αποτραβηχτείτε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.