και βυθίστηκαν μέσα στη μνήμη στη σκηνή και στα πρό-
σωπά της.
Το λάδι που κοιτούσαμε χείμαρρος να κυλά και όσμιζόμα-
σταν μια ηδονή
το μετράμε με τους ζυγούς των φαρμακών σταγόνες.
Τα σπίτια που δεν χτίσαμε φύγαν.
Λες τώρα δεν μένει λύση άλλη
απόφαση ή πρόφαση ή άρση ή θέση.
Τώρα πού τα σπίτια έφυγαν — τότε μας φιλοξένησαν
δεν μένει άλλη λύση:
θα ανοίξω την πόρτα που σιγά σιγά
—χτίστης ο καιρός καλός και χαράκτης—
φόρεσε το ύφος του ναού των Μalatesta
με τα μάρμαρα τα χρωματιστά τα κοχύλια
τα κάνιστρα με τα φρούτα με τις ανάγλυφες του Αgostino
di Duccio
και τον εσταυρωμένο του Giotto που μας άφησε στο πέρα-
σμα του
—εδώ που χάσαν τη ζωή τους μερικοί Ελληνες—
και στα υψηλά περιστύλια προθήκες τα κόκαλα του Πλή-
θωνα του Γεμιστού. Ένα μοναστήρι μοναχών Φραγκισκανων πριν ο Leon Bat-
tista Alberti αναλάβει την ανοικοδόμηση.
Οι μηχανές του ολέθρου —βέβαια— ιεροσύλησαν στην οροφή
του θριάμβου της αγάπης του Sigismondo Pandolfo Mala-
testa και της Ιsotta
και στις ψυχές των Ελλήνων μερικών Ελλήνων
μερικών ανθρώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου