Ἀφιερώνεται τοῦ ΒΛ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ
Ὁ Γιῶργος κι ὁ Θανάσης εἴτανε φίλοι. Ζούσανε στὴν Ἀθῆνα καὶ ξέρανε φραντζέζικα.
Οἱ δυὸ τόποι τοῦ κόσμου ὅπου βρήκανε νὰ ποῦνε ἀπάνω στὴ φιλία τὰ πιὸ
φίνα πράματα, καὶ τὰ πιὸ τρυφερά, τὰ πιὸ βαθιοψυχολογημένα, εἶναι ἡ
Ἑλλάδα καὶ ἡ Γαλλία. Κανένας πουθενὰ δὲν ξεπέρασε τὸ Σταγιρίτη, ποὺ
ὡςτόσο, μ' ὅλη τὴ διαφορὰ τὴν ἀλογάριαστη, δὲν τοῦ παραβγῆκε μήτε ἀχαμνὰ
μήτε ἀνεπέτυχα ὁ γέρος ὁ Montaigne. Εἶναι τοῦ Ἀριστοτέλη τὸ περίφημο τὸ
ῥητὸ πὼς ἕτερος …. αὐτὸς ὁ φίλος ἐστὶν (Ἠθ. Νικ. Θ΄ θ΄ 10), κι
ἄλλα χίλια ποὺ βρίσκουνται σ' ὅλα του τὰ ἔργα καί ποὺ εἶναι μιὰ γλύκα
μοναχή. Μυρίστε ὅμως καὶ τοῦτα ἐδῶ τοῦ Μπορντελαίζου τὰ λουλούδια «Si on
me presse de dire pourquoy ie l' aymoys, ie sens que cela ne se peut
esprimer, qu' en respodant: Par ce que c' estoit luy, par ce que c'
estoit moy» (Montaigne, Essais, I. XXVII, Paris, Lemevre, 1872, t. I,
p.234). Καὶὅταν πέθανε πιὰ ὁ φίλος ὁ ἀγαπημένος, ἀκούστε τί ὄμορφά ποὺ
ἀναστενάζει· «Les plaisirs mesmes qui s'offrent à moy, au lieu de me
consoler, me redoublent le regret de sa perte. Nous estions à moitié de
tout: il me semble que ie luy destrobe sa part» (ἴ.μ., σ. 242) Τὸ δάκρι,
ποὺ ἴσως κάποτες καὶ νὰ τρέμῃ στὰ ματόκλαδα τοῦ Ἀριστοτέλη, μὰ δίχως νὰ
φαίνεται, λάμπει στὰ μάτια τοῦ Montaigne, φωτίζει μὲ φῶς καινούργιο τὴ
γραφή του καὶ μᾶς γλυκοβρέχει τὴν ψυχή.
Ὁ Γιῶργος κι ὁ Θανάσης νοιώθανε ἀπὸ Ἀριστοτέλη καὶ Montaigne ὅσο
λιγώτερο παίρνει, νοιώθανε ἀπὸ φιλία θαῤῥῶ ἀκόμη λιγώτερο, κι ἀφτὸ γιὰ
δυὸ λόγους κάμποσο περιέργους, ὁ πρῶτος, ποὺ ζούσανε στὴν Ἀθήνα, καὶ ὁ
δέφτερος ποὺ ξέρανε φραντζέζικα.
Εἴτανε κ' οἱ δυό τους πλουσίων ἐμπόρωνε παιδιά. Εἴχανε λάβει τὴν
ἀναθροφὴ ποὺ λαβαίνουνε σήμερις ὅλα τὰ παιδιά μας, πάει νὰ πῇ καμιά.
Βέβαια. Μιὰ φορὰ κ' ἔναν καιρό, στὰ παλιά, στὰ παλαιϊκὰ τὰ χρόνια, οἱ
γιαγιάδες μας, οἱ μαννάδες μας κατωρθώνανε καὶ μᾶς δίνανε τουλάχιστο
κάποιαν ἀρνητική, ποὺ νὰ πῇς, ἀναθροφή. Μᾶς λέγανε ἀπὸ τὸ πρωῒ στὸ
βράδι·− «Νὰ μὴ θυμώνῃς. Νὰ μὴ φωνάζῃς. Νὰ μὴν καφκιέσαι. Νὰ κάθεσαι
ἥσυχα νὰ μελετᾷς τὰ μαθήματά σου. Νὰ εἶσαι φρόνιμος. Νὰ μὴν ξεχνᾷς τὴ
μετριοφροσύνη. Νὰ σέβεσαι τοὺς μεγαλήτερους. Νὰ μὴ σκαλίζῃς τὴ μύτη σου.
Νὰ μὴ λαλῇς στὸ τραπέζι. Νὰ μὴν ξεσκίζῃς τὰ ῥοῦχα σου. Νὰ φοβᾶσαι τὸ
Θεό. Νὰ μὴν κάμῃς τίποτα ποὺ νὰ βλάψῃ τὴν πατρίδα. Νὰ φέρνεσαι μὲ ὅλους
σὰν ἄθρωπος, ὄχι σὰν παιδί.» Κ' ἕνα σωρὸ τέτοια καλὰ πράματα, ποὺ ὅπως
κι ἂν εἶναι, πολὺ ὠφέλιμο νὰ τἀκούς, ἀφοῦ τὸ μόνο ποὺ δὲ χαρήκαμε ποτές
μας, εἶναι ἠ θετικὴ ἀναθροφή, δηλαδὴ ἐκείνη ποὺ δὲν τῆς φτάνουνε
οἰκουμενικές, γενικὲς συβουλές, παρὰ τὴ συβουλή της καὶ τὴ δράση της,
κάθε φορά, τὴν ἀλλάζει καὶ τὴ συμμορφώνει μὲ τὴν ἡλικία τοῦ παιδιοῦ, μὲ
τὸ χαραχτήρα του, ἡ ἀναθροφὴ ποὺ καλλιεργᾷ τὸ νοὺ καὶ τὴν ψυχή, ἐκείνη,
μ' ἕνα λόγο, ποὺ ὀ σκοπός της εἶναι νἄχῃ τὸ παιδί, ἀγώρι κορίτσι, δὲν
πειράζει, δική του ζωή, ἀνεξάρτητη κάπως ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ γονιοῦ, νἄχῃ
ἔναν κόσμο μικρὸ ποὺ νὰ τὸ νοιώθῃ πὼς τοῦ ἀνήκει, νἄχη χρέη δικά του καὶ
δικά του δικαιώματα, νἄχῃ φίλους, νἄχῃ παιχνίδια, νἄχῃ δουλειές, νἄχῃ
ἑταιρίες, ἀδερφάτα, συναστροφές, ὅπου νὰ τὸ βλέπῃ πὼς εἶναι ἄτομο μέσα
σὲ ἄλλα πολλά· ἡ ἀναθροφὴ ποὺ τὸ παιδὶ δὲ σοῦ τὸ περνᾷ γιὰ νόστιμο,
χαριτωμένο πλασματάκι, νὰ τὸ φιλῇς, νὰ τὸ χαδέβῃς, νὰ σὲ διασκεδάζῃ καὶ
νὰ μὴν τὸ συνορίζεσαι, μὰ ποὺ θέλει ἀπαρχῆς νὰ σοῦ τὸ δείξῃ πὼς εἶναι
ἄθρωπος, γιὰ νὰ τοῦ φερθῇς ὅπως φέρνεσαι κάθε ἀθρώπου, κ' ἔτσι νὰ γίνῃ
τόντις κατόπι. Κούκλα δὲν εἶναι· εἶναι τὸ μελλούμενο ἔθνος, ἕνα παιδί.
Τὰ παιδιά μας, ἴσια ἴσια γιατὶ δὲν ἔχουνε δικὴ τους ὑπαρξούλα,
σταναχωριοῦνται, κι ἀλήθεια πουθενὰ δὲ βρίσκεις παιδιὰ ποὺ νὰ βαριούνται
ὅπως στὸ ῥωμαίϊκο, ποὺ νὰ χάσκουνε ἄξαφνα ὅλη μέρα, ποὺ νὰ μὴν ξέρουνε
τὰ δύστυχα τί δουλειὰ νὰ πιάσουνε, ποὺ κάποτες ἄλλη δὲν ἔχουνε παρὰ νὰ
κάθουνται στὸ παράθυρο, νὰ κοιτάζουνε τὸ δρόμο καὶ τοὺς διαβάτες. Κι
ἀκόμη καλά, στὴν προγονικὴ τὴν ἐποχὴ ποὺ λέγαμε, ὅπου ἡ μάννα τὰ
συμμάζωνε σπίτι σὰν τὰ κοττόπουλα. Σήμερα οὔτε ἀρνητική, μὰ οὔτε καὶ
θετικὴ ἀναθροφὴ ἔχει στἄμοιρα τὰ πλατωνικὰ τὰ χώματα· δὲν ἔχει καμιά.
Τέτοια τοῦ Θανάση μας καὶ τοῦ Γιώργου. Μπορεῖ κανεὶς μὲ τρία λόγια νὰ
ξαστερώσῃ τὸ σύστημα τῆς ἀναθροφῆς ποὺ ἀκολουθήσανε οἱ δυὸ φαμελιές. Νὰ
προσέχουμε στὴν ὑγεία τοῦ παιδιοῦ. Νἄχῃ καλοὺς τρόπους. Ἐ! νέος εἶναι·
νὰ σφαλνοῦμε κάποτες τὰ μάτια.
Μὲ τὴν προσοχὴ τῆς ὑγείας, ἀκολουθούσανε τὰ συνηθισμένα μας. Ἀμελοῦσε
τὸ παιδὶ καὶ γιὰ τὸ παιδὶ ἀμελούσανε κάθε χρέος, εἴτε οἰκογενειακό,
εἴτε κοινωνικό, εἴτε παιδαγωγικό, τὸ λοιπὸν κάθε ἠθικὸ χρέος.
− «Πῆγε σήμερα τὸ παιδὶ σκολειό;»
− «Ἐ! ὄχι δά! Σήμερα βοριάς.»
− «Θὰ πάμε ἀπόψε στοῦ παπποῦ;»
− «Βρέχει λιγάκι. Κάλλια νὰ μείνουνε σπίτι.»
− «Τὸ μάλλωσες τὸ παιδί;»
− «Νὰ σοῦ πῶ, σὰν τὸ μαλλώνεις, κλαίει, ταράζεται, ἱδρώνει καὶ φοβοῦμαι. Νεβρικὸ εἶναι.»
Βέβαιά πὼς προτιμότερο νὰ φοβᾶται ὁ γονιός, παρὰ νὰ σοῦ σκοτώνῃ στὸ
ξύλο τὸ παιδί, σὲ κάθε του ἀταξία. Θὰ καταλάβουμε ὅμως ἀργότερα, ὡς ποῦ ἡ
φροντίδα τῆς ὑγείας μπορεῖ κάποτες νὰ φτάσῃ.
Μὲ τοὺς καλοὺς τρόπους δὲν ἐννοούσανε διόλου πὼς πρέπει τάχα τὸ παιδὶ
καὶ κατόπι ὁ νέος, νὰ προσέχουνε, νὰ βαστιοῦνται, νὰ πεθαίνουνε κάθε
στιγμὴ ἀπὸ τὸ φόβο μήπως τοὺς ξεφύγῃ κανένα κίνημα, κανένας λόγος ποὺ νὰ
φανερώσῃ ἄξαφνα τὴν παραμικρή τους κακὴ διάθεση, ἀκόμη καὶ τὴν
παραμικρή τους ἀδιαθεσία, ἐπειδὴ ἀφτὸ θὰ πῇ νἄχῃς καλοὺς τρόπους.
Εἰδεμή, ὅταν ἔφαγες κι ὅταν ἤπιες μὲ τὸ κέφι σου, ὅταν ἔννοια καμιὰ δὲν
ἔχεις, ὅταν κανένας δὲ σὲ πειράζει, ὅταν ὅλα σου ῥολόϊ, δύσκολο δὲν
εἶναι νὰ φέρνεσαι ὅπως πρέπει μὲ τὸν καθένανε· τρόπους καλούς,
ἐβγενικούς, χαμογελούμενους, θὰ σοῦ δείξῃ ὁ χαμάλης, ὅτι τοῦ δώσῃς ἕνα
σπουδαῖο μπαξίσι. Καλοὶ τρόποι, στὸν κόσμο τοῦ πολιτισμοῦ, σημαίνουνε
δύναμη τῆς ψυχῆς, σημαίνουνε τὸ παντοτινὸ ἐκεῖνο τὸ σφόρτζο, ποὺ λέξη
καθαφτὸ στὴ γλώσσα μας δὲν ἔχουμε νὰ τὸ ποῦμε.
Οἱ δικοί μας, μὲ καλοὺς τρόπους ἐννοούσανε κάθε ἄλλο, ἐννοούσανε νὰ
ντύνονται ὄμορφα οἱ νέοι, νὰ εἶναι καπελλωμένοι πάντα τῆς μόδας, νὰ
χαιρετοῦνε νόστιμα, νὰ χαμογελοῦνε σὰν πλησιάζουνε κυρία. Νὰ φοροῦνε
βελάδα τὸ βράδι, σμόκι τὸ μεσημέρι στὸ πρόγεμα. Καὶ νὰ μιλοῦνε
φραντζέζικα.
Εἴπαμε φραντζέζικα, ὄχι γαλλικά. Τὰ γαλλικὰ εἶναι γλώσσα ποὺ μιλιέται
στὴ Γαλλία, ποὺ μιλιέται ἀπὸ Γάλλους, κ' οἱ Γάλλοι πάλε εἶναι ὡρισμένο
ἔθνος, μὲ ἤθη ὡρισμένα, μὲ ὡρισμένους νόμους, μὲ ὡρισμένο πολιτισμό. Τὰ
φραντζέζικα δὲν εἶναι τίποτα. Εἶναι ἀόριστο ἕνα πρᾶμα. Ἡ Φράντζα ποῦ νὰ
βρίσκεται καὶ σὰν τί νὰ εἶναι οἱ Φραντζέζοι; Νά, ἡ Φράντζα κάπου στὴν
Ἐβρώπη βρίσκεται, καὶ οἱ Φραντζέζοι τί ἄλλο θέλεις νὰ εἶναι παρὰ κάτι
ἀθρῶποι ποὺ ξέρουνε τὶς φραντζεζιές; Εἶναι ἀθρῶποι ποὺ κάνουνε
κοπλιμέντα, ποὺ εἶναι λαφρόμυαλοι, ποὺ ποτέ τους σπίτι δὲν κάθουνται,
ποὺ γυναῖκες δὲν ἔχουνε, ποὺ ἔχουνε μόνο μαιτρέσσες καὶ ποὺ φυσικὰ
θἀφήσουνε τὰ παιδιά τους νὰ παραλύσουνε, ὅπως ἴδιοι παραλύσανε στὸν
καιρό τους. Ἀπὸ τέτοιο λόγο τὸ λοιπό, οἱ γονιοὶ τοῦ Γιώργου καὶ τοῦ
Θανάση λέγανε πὼς χρειάζεται κάποτες νὰ σφαλνοῦνε τὰ μάτια τους, ἀφοῦ
ἴσως εἶναι καλὸ πρᾶμα νἄχῃ καὶ μιὰ μαιτρέσσα ἕνα παιδί, σὰν τοὺς
Φράγκους. Ἀμέ; Μήπως, γιὰ τοὺς ἀριστoκράτες, γιὰ τοὺς πλουσίους, μήπως ἡ
Ἀθήνα ἔχει σήμερις ἄλλο προορισμό, παρὰ νὰ φραγκέβῃ − ὅπως δηλαδὴ τὴν
ἀντιλαβαίνουνται ἡ ἐβγενεία τους τὴ Φραγκιά.
Γιὰ τοῦτο κιόλας εἴπαμε ἀπαρχῆς, πὼς τὰ δυό μας παλληκάρια δὲ
νοιώθανε ἀπὸ φιλία, ἴσια ἴσια ἐπειδὴ ζούσανε στὴν Ἀθήνα καὶ πειδὴ
μιλούσανε φραντζέζικα.
Φιλία γι' ἀφτοὺς εἴτανε νὰ εἶναι μαζί. Μ' ἄλλα λόγια. Μαζὶ πηγαίνανε
σκολειό. Μαζὶ ἀμελούσανε τὰ μαθήματά τους. Μαζὶ ἀταχτούσανε. Λίγο λίγο
μαζὶ τσαχπινιάζανε. Καὶ τώρα στὰ γεράματά τους, δεκαεννιὰ εἴκοσι χρονῶ
νέοι, μαζὶ πηγαίνανε στοὺς σουαρέδες, στοὺς χορούς, στὰ θέατρα, μαζὶ καὶ
στὰ καφενεῖα, μαζὶ ἀκόμη περσότερο στὶς κοκότες.
Φιλία.
Ὁ Ἀριστοτέλης ὁ κακομοίρης κι ὁ κακόμοιρος ὁ Μονταίνας, τέτοια φιλία
πιθανὸ νὰ μὴν τὴν ὑποψιαστήκανε. Δὲν πειράζει. Θὰ τὴν ὑποψιάστηκε ὁ
Πλάτωνας, ἀφοῦ στὸν Πλάτωνα θαῤῥῶ ἀπαντοῦμε πρώτη φορὰ τὸ περίφημο τὸ
ῥητό· τὰ τῶν φίλων κοινά.
Σὰ νὰ τὄφερε ὅμως ἡ κακή τους ἡ τύχη, ποὺ ἴσια ἴσια ὅταν ἐφαρμόσανε τὸ ῥητό, τὰ λασπώσανε κιόλας οἱ δυὸ φίλοι.
Κακὰ παιδιὰ δὲν εἴτανε μήτε ὁ ἕνας μήτε ὁ ἄλλος. Ὁ Θανάσης μάλιστα
εἶχε κάποια κλίση στὰ γράμματα − ὅπως δὰ τόσοι καὶ τόσοι Ῥωμιοί.
Προτιμοῦσε τὰ βιβλία τὰ ἱστορικὰ κι ὅπου ἔβρισκε, διάβαζε. Βέβαια πὼς
τρέλα στὴ μαθήση δὲν εἶχε. Nὰ ὅμως ποὺ οἱ γονιοί του ταραχτήκανε·
− «Κοίταξε, μήπως κουράζεται τὸ παιδί, ἔλεγε ὁ πατέρας τῆς μάννας.
Ἔπειτα δὲν ξέρει κανεὶς ποῦ μπορεῖ νὰ τὸν πάῃ τέτοιο διάβασμα.»
Ἐπειδὴ βάση καὶ τοῦτο τῆς ῥωμαίϊκης ἀναθροφῆς, ἅμα κατάλαβες πὼς τὸ
παιδί σου ἔχει μιὰ κλίση, νὰ τοῦ κόβῃς τὸ βήχα, μπὰς καὶ τύχῃ τίποτις.
Τί; Ἄγνωστο. Μὰ ἔτσι πιὸ φρόνιμο.
Δὲ χρειάστηκε πολὴς κόπος, ἀγώνας δὲ χρειάστηκε γιὰ νἀποθαῤῥύνουνε τὸ
Θανάση. Ἄφησε ὁ ἄθρωπος τὸ διάβασμα μιὰ χαρά. Κι ἄρχισε νὰ διασκεδάζῃ. Ὁ
φίλος του ὁ Γιῶργος, ποὺ κλίση σὲ τίποτα δὲν εἶχε, δὲ γύρεβε καλήτερα.
Ἔβρισκε τώρα συντοφιά. Περνούσανε τότες ἴσια ἴσια στὴν Ἀθήνα − ὄχι ἕνας θίασος − ἔτσι γράφουνε − μὰ μιὰ τρούπα− ἔτσι λένε ἀπὸ − καὶ τώρα πῶς νὰ ποῦμε; ἀπὸ τραγουδίστριες, ὅπως θἄλεγε κανένας δημοτικιστής; ἢ ἀπὸ σαντέζες, ὅπως μᾶς τὸ βάζουνε μερικὲς καθαρεβουσιάνικες φημερίδες; Ἂς τὶς ποῦμε πιὰ καὶ μεῖς σαντέζες,
μάλιστα σαντέζες Βιεννέζικες, γιὰ νὰ μᾶς καταλάβῃ ὁ κόσμος. Βιεννέζικη
ὀπερέττα, ὀπερέττα ἰταλιάνικη, νέμτζικη, σπανιόλικη, φραντζέζικη, δὲν
τοὺς ἔμελε, μιὰ κ' εἴτανε φράγκικη. Μιὰ σαντέζα φράγκικη μήπως δὲν
εἶναι, μήπως δὲν πρέπει νὰ εἶναι πάντα ὀμορφότερη ἀπὸ μιὰ φτωχὴ
ῥωμιοπούλα; Μὰ βέβαια πὼς κ' ἡ πλούσια, ἡ ῥωμιοπούλα τῆς κοινωνίας δὲν
ἔχει τὸ γοῦστο ποὺ ἔχει μιὰ ξετσίπωτη, μιὰ ξεμυαλισμένη ποὺ ἔρχεται ἀπὸ
τὴν Ἐβρώπη. Ἀφτὴ ῥίχνει κάτω καὶ τὶς δικές μας τὶς παρατρεχάμενες.
Ἡ Λουίζα, ἡ βιεννέζικη σαντέζα, δὲν εἴτανε οὔτε ξετσίπωτη οὔτε
ξεμυαλισμένη. Δηλαδή, ξεμυαλισμένη καὶ ξετσίπωτη ὅσο χρειαζότανε, γιὰ
νἀρέσῃ σὲ νέους σὰν τοὺς δικούς μας τοὺς προκομμένους, ποὺ τοὺς κατάλαβε
ἀμέσως, ἐπειδὴ δὲν τῆς ἔλειπε κάποια ψυχολογική, φιλοσοφικὴ ματιά· εἶχε
καὶ νοὺ ὅσο γίνεται πραχτικό. Ἡ Λουίζα μάζωνε τὴν προίκα της·
ἀῤῥαβωνιασμένη μ' ἕναν της πατριώτη, μάγερα σὲ κάποιο μεγάλο ἀρχοντικὸ
τῆς Βιέννας. Ἐννοεῖται πὼς ἤξερε ὁ ἀῤῥαβωνιαστικὸς τὰ καθέκαστα. Τὸ
ἀπάγγελμά του μαθὲς ὁ καθένας, Τί νὰ πῇ ὁ ἄθρωπος; Ἡ Λουίζα τοῦ ἔμνησκε
πιστή· δὲν ἔδινε σὲ κανένανε τὴν καρδιά της· κανένανε δὲν ἀγαποῦσε.
Ὅσους μποροῦσε, τοὺς ξελάγιαζε, ἥσυχα, μεθοδικά, καὶ τοὺς ἔγδερνε· γιὰ
τοῦτο εἶχε ἀνάγκη νὰ τοὺς ψυχολογήσῃ. Ἀπὸ τὴν ἀνάγκη βαστοῦσε καὶ ἡ
φιλοσοφία τῆς σαντέζας. Φιλοσοφικὰ ἡ καημένη θυσιαζότανε γιὰ τὴ
μελλούμενη παντρειά· οἱ παράδες ποὺ χτυποῦσε ἀπὸ τὸ Γιῶργο ἀποτελούσανε
τὴν προσφορά της στὸ ναὸ τῆς Ἀφροδίτης.
Νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, καθαφτὸ ἀγάπη, ἀγάπη μάλιστα καμιὰ δὲν εἶχε
οὔτε ὁ Γιῶργος γιὰ τὴ λεγάμενη. Ἄφησε ποὺ στὴν ἡλικία του, ἀγάπη τί
σημαίνει δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ὑποψιαστῇ, ἀκόμη καὶ νὰ τὸ ὑποψιαζότανε, ἡ
μόδα θὰ τοῦ παραστράβωνε τὰ αἰστήματά του, ἡ μόδα τὸν ἐμπόδιζε νὰ νοιώσῃ
τίποτις ἄλλο ἀπὸ ἕνα καινούργιο εἶδος ἀγάπης, ἀπὸ μιὰν ἀπροσώπη ἀγάπη.
Καὶ τόντις, δὲν ξέταζε τὸ ἄτομο τῆς Λουίζας, δὲν πρόσεχε στὸ χαραχτήρα
της, δὲν παραβάθυνε στὸ σκαρί της, ἐγὼ θαῤῥῶ πὼς δὲν κοίταξε, ὅταν
πρωταπαντηθήκανε, οὔτε τὸ πρόσωπό της. Τοῦ ἔφτανε ποὺ εἶναι σαντέζα· μιὰ
σαντέζα εἶναι ὄμορφη, ἐπειδὴ καὶ σαντέζα· ἐπειδὴ καὶ σαντέζα, πρέπει
νἀρέσῃ. Ὁ Γιῶργος, ποὺ ἰδέα δὲν εἶχε γιὰ πρᾶμα στὸν κόσμο, νομίζε
μάλιστα πὼς τέτοιες γυναῖκες τὶς παίρνει κανεὶς ἔτσι, χωρὶς λόγο,
μά πὼς δὲν τὶς ἀγαπᾷ ποτέ του καὶ μήτε τὸ ὑποψιαζότανε, τὸ ξόανο, πὼς ὁ
πραχτικὸς ὁ Ἐβρωπαῖος, τέτοιες γυναῖκες, ποὺ λέει, ἂ δὲν τὶς
ἀγαπᾷ ὅπως θἀγαπήσῃ μιὰ τίμια γυναῖκα, πάντα ἐννοεῖται κάτι θἀγαπήσῃ σ'
ἀφτές, πὲς τὴ μύτη, πὲς τὸ πόδι, πὲς καὶ τὸν ποδόγυρο τῆς μιανῆς, τὸ
πνέμα τῆς ἀλληνῆς, τῆς τρίτης τὴ λύσσα, τῆς τέταρτης ἄξαφνα τὴν ἡσυχία
καὶ τὴ φρονιμάδα − κι ἂς σωπάσουμε πιὰ γιὰ ἐκεινοὺς ποὺ χάσανε τὰ μυαλά
τους ἀπὸ ἔρωτα τεταρταῖο.
Τίποτα. Γιὰ τὸ Γιῶργο, ἡ σαντέζα δὲν ἔμπαινε σὲ λογαριασμό. Γλήγορα
τὄδειξε κιόλας. Ἦρθε ὁ Θεριστής, ὁ Ἰούνιος, ποὺ λέει τὸ Κράτος, ὁ
Βενιζέλος κι ὁ Ἀλεξαντρής. Ὁ Γιῶργος στὴν ὑγεία του, ἄριστα. Μόνο λίγη
κούραση, φαίνεται, ἀπὸ τὴ ζέστη. Τὸ λέγανε πιὰ κ' οἱ γονιοί του. Νὰ μὴν
πάθη τὸ παιδί. Τὶ νὰ κάμῃ, τὸ λοιπό; Τί ἄλλο παρὰ νὰ πάῃ στὰ λουτρά; Τὰ
λουτρὰ γιὰ τὸ Γιῶργο, ἴσως καὶ γιὰ τοὺς δικούς του, στεκόνταντε ὑποθέτω
στὴν ἴδια γραμμὴ μὲ τὶς σαντέζες. Ὅσο λίγο ἀναγκαῖα εἴτανε τὰ λουτρὰ στὸ
Γιῶργο ἀπὸ ἔποψη σωματική, τόσο λίγο ἀναγκαία ἡ σαντέζα στὸ ἀμούστακο
παιδάριο, ἀπὸ ψυχικὴ ἔποψη, σὰ θὲς κι ἀπὸ φυσιολογικὴ ἀκόμη. Λουτρὰ καὶ
σαντέζα, τῆς καλῆς ἀναθροφὴς καὶ τὰ δυό. Γιὰ τοῦτο κιόλας πήγαινε ὁ νέος
ἀπὸ τὴ σαντέζα στὰ λουτρά.
Τὴ σαντέζα ὡςτόσο τί νὰ τὴν κάμῃ; Μπά, πολὺ ἔφκολο. Τὴν ἀφίνει τοῦ
Θανάση. Φίλοι. Σὲ τί ἄλλο μπορεῖ νὰ σοῦ χρησιμέψῃ ἕνας φίλος, ἂ δὲν τοῦ
ἀφήσῃς τὴ σαντέζα σου, ἐνῶ πᾶς ἐσὺ στὰ λουτρά; Μήπως στὰ Παρίσια καὶ στὴ
Βιέννα, κάθε νέος τῆς ἀναθροφῆς, δὲ θἀφήσῃ τὴ σαντέζα του στὸ φίλο του,
προτοῦ πάη στὰ λουτρά; Μήπως κιόλας τέτοιες γυναῖκες ἔχουνε καμιὰ σημασία; Καμιὰ δὲν ἔχουνε. Σήμερα τὴν παίρνεις, ἄβριο τὴν πετᾷς, καὶ τέλειωσε.
Τὴν πέταξε λοιπὸν ὁ Γιῶργος τὴ σαντέζα· μὰ νὰ μὴν τὸ κρύφτουμε
κιόλας, ὁ Θανάσης τὴν ἅρπαξε μὲ καμπόση χαρά. Δὲ θὰ δυσαρεστήθηκε δὰ καὶ
ἡ σαντέζα. Τῆς δινότανε ἀφορμὴ νὰ γδάρῃ δέφτερο Ἀθηνόπουλο. Τί
καλήτερα; Μὰ ὁ Θανάσης εἶχε κι ἄλλα προτερήματα ποὺ μοιάζει σὰ νὰ μὴν τὰ
εἶχε ὁ Γιῶργος κ' ἔτσι μποροῦσε νἀρέση γιὰ πολλοὺς λόγους. Ὁ
κυριώτερος, ποὺ στὶς φλέβες τοῦ Θανάση ἔτρεχε τὸ αἷμα πιὸ ζεστό, ἕνα πιὸ
πρόθυμο αἷμα στὴν ἡδονή. Ὅσο πιστὴ κι ἂν εἴτανε στὸν ἀρραβωνιαστικό
της, ἡ Λουίζα πιθανὸ νὰ προτιμοῦσε ἀπὸ τοὺς πάγους τῆς πατρίδας, ποὺ
ἴσως νὰ τοὺς τῆς θύμιζε κάποτες ὁ Γιῶργος, τὴ φλόγα τοῦ ἣλιου τῆς
ἀνατολῆς, ποὺ τὴν ἔκαιγε τώρα γλυκόθερμα στοῦ Θανάση τὴν ἀγκαλιά.
Ζοῦσε λοιπὸν τὸ ἀντρόγυνο ἀγαπημένα, ταιριασμένα, ἐφτυχισμένα. Ἡ
Λουίζα μάλιστα, καθὼς εἴδαμε, περσότερη ἀγάπη ἔδινε τοῦ Θανάση παρὰ ποὺ
εἶχε δώσει τοῦ Γιώργου· γιὰ τοῦτο κιόλας ἡ φρόνιμη, πραχτικὴ κοπέλλα,
περσότερο ἔγδερνε τὸ Θανάση. Ἀμέ; Γιὰ τὸ χατίρι της τάχα, γιὰ τὴ
σαρκούλα της, γιὰ τὸ γλέντι, θὰ δουλέβῃ; Δὲν ταιριάζει. Γιὰ τὴν προῖκα
της πρέπει πάντα νὰ δουλέβῃ ἕνα τίμιο κορίτσι.
Καὶ τὴν προῖκα καὶ τὴ γλύκα κόντεψε ὁ Γιῶργος νὰ τῆς κόψῃ, σὰ γύρισε ἀπὸ τὰ λουτρά.
Ὅταν πῆγε, τοῦ φάνηκε τῆς ἀναθροφῆς, τοῦ φάνηκε τῆς μόδας νὰ παραδώσῃ
τὴ σαντέζα του στὸ Θανάση. Ἔγινε μάλιστα κάπως ἐπίσημη ἡ διαβίβαση,
ἀφοῦ κάλεσε ὁ Γιῶργος τὸ φίλο του ἕνα βράδι στὸ τραπέζι, ὅπου ἤπιανε κ'
οἱ τρεῖς μπόλικη σαμπάνια, καὶ τότες πιὰ ἔφυγε μὲ τὴ σαντέζα ὁ Θανάσης,
ἀφίνοντας τὸ Γιῶργο μόνο σὰν τὸν κοῦκκο.
Τώρα ποὺ γύριζε ἀπὸ τὰ λουτρά, θὰ τἄβλεπε ἀλλιῶς τὰ πράματα. Μπορεῖ
νἄβρισκε πὼς ἔπαιξε ῥόλο γελοῖο καί πὼς ὁ ῥόλος του καταντοῦσε ἀκόμη πιὸ
γελοῖος στὰ μάτια τοῦ κόσμου, ποὺ ἔβλεπε τὸ Θανάση νὰ σουλατσέρνῃ μὲ τὴ
μαιτρέσσα τοῦ Γιώργου. Ποῦ νὰ ξέρουνε, ποῦ νὰ θυμοῦνται πιὰ οἱ ἀθρῶποι
διαβίβαση καὶ σαμπάνιες;
Συλλογίστηκε λοιπὸν ὁ Γιῶργος πὼς ἡ τιμὴ τὸ ἀπαιτοῦσε νὰ ζητήσῃ πίσω
τὴ σαντέζα του. Παράγγειλε τοῦ Θανάση πὼς τὴ θέλει. Ὁ Θανάσης
διαμαρτυρήθηκε. Δὲν κάνει, λέει, διόλου καλὰ νὰ τὴ γυρέβῃ, ἀφοῦ γιὰ
πολλοὺς λόγους εἶναι πιὰ δική του. Ὁ Γιῶργος ἐπιμένει καὶ πεισματώνει. Ὁ
Θανάσης ἄλλο. Τὴν τιμή του κι ἀφτός. Ἡ τιμή του τἀπαιτοῦσε νὰ μὴν τὴ
δώσῃ πίσω. Στοχάζεται τότες ὁ Γιῶργος κάτι πολὺ ὄμορφο. Πιάνει καὶ
γράφει τοῦ Θανάση τὸ ἀκόλουθο ἀξιόπρεπο γράμμα·
«Ἡ διαγωγή σου μαζί μου δὲν εἶναι διόλου φιλική. Καὶ γιὰ τοῦτο, ἂ σ'
ἔβρισκα, θὰ σὲ χαστούκιζα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲ σὲ βρίσκω, μπορεῖς νὰ θεωρηθῇς
χαστουκισμένος.» Φρόνιμο καὶ ἱπποτικὸ συνάμα τὸ γραμματάκι. Ἔτσι
βαστοῦσε τὴν ἀξιοπρέπεια, βαστοῦσε τὴν τιμὴ του. Δὲν εἴτανε καὶ κανένας
κίντυνος νὰ κακοπάθῃ, ἀφοῦ δὲν ἔβρισκε τὸ Θανάση πουθενά. Δύσκολο, βλέπεις, νὰ βρῇς ἕνα Θανάση σὲ μιὰν Ἀθήνα.
Τὸ γράμμα τοῦ Γιώργου πείραξε πολύ, ὅπως τὸ εἶπε κατόπι ὁ ἴδιος, τὸ
φίλο του τὸ Θανάση. Δὲν ἀκούσαμε ὅμως νἀκολούθησε μήτε ὁ Θανάσης τὶς
ἐβρωπαίϊκες τὶς μόδες ὡς τὸ τέλος, νἄστειλε δηλαδὴ μάρτυρες τοῦ Γιώργου.
Θὰ πρόσμενε ὑποθέτω νἀνταμωθοῦνε μοναχοί τους, ἢ πιὸ σωστὰ προσμένανε
οἱ δυό τους ἀπὸ τὴν τύχη, νὰ τοὺς ἀνταμώσῃ. Μπορεῖ, ποιὸς ξέρει; καὶ νὰ
τὴν παρακαλούσανε κρυφὰ νἀργήση.
Μὰ ἡ τύχη τοὺς γέλασε· σὰ γυναῖκα ποὺ εἶναι, εἶχε φαίνεται βιάση. Ἕνα
βράδι, στὸ Νέο Μπὰρ τοῦ Παλιοῦ Φάλερου καθόντανε καὶ διασκεδάζανε ὁ
Θανάσης, ἕνας ἀξιωματικὸς κ' ἕνας γνώριμός τους. Μαζί τους δυὸ κυρίες.
Κι ἀπὸ τὶς δυὸ ἡ μιά, ποιά θαῤῥεῖτε; Μιὰ σαντέζα. Ὄχι ὅμως ἡ Λουίζα μας.
Ἡ Λουίζα τὸν παραίτησε, τὸν ξαπόλυκε τὸ Θανάση της μ' ὅλη του τὴ φλόγα.
Τί λέω; Τὸν ἄφησε ἴσια ἴσια, ξαιτίας τῆς φλόγας ἐκείνης. Τὴν ἔδερνε ἡ
συνείδησή της. Φοβότανε μήπως καὶ τὴ φλόγα τὴ δαιμονισμένη, τὴν κάνει
γοῦστο μὲ τὸ παραπάνω. Ἀλήθεια ποὺ τὴν ἡσύχαζε λιγάκι τὸ χρηματικό,
ἐπειδὴ κάμποσα χτυποῦσε ἀπὸ τὸ Θανάση. Τὸ συλλογίστηκε, τὸ βόλεψε καὶ
τοῦτο. Ἅμα κατάλαβε πὼς ἀπὸ φιλότιμο τὴν ἤθελε πάλε ὁ Γιῶργος, τοῦ
μήνησε πὼς πάντα τὸν ἀγαπᾷ καὶ νἀρθῇ. Ἐννοεῖται πὼς τοῦ ἔμαθε, ὅταν
ἦρθε, πόσο κοστίζει ἕνα φιλότιμο.
Πρόθυμος ὁ φίλος στὴν καμπιάλε, κ' ἔτσι ξανάβαλε στὸ χέρι τὴ σαντέζα,
ἐνῶ ἔτρεξε ἀμέσως ὁ Θανάσης, πῆρε ἄλληνε, μὰ τῆς ἰδίας ὀπερέττας, τοῦ
ἰδίου κόρου, γιὰ νὰ δείξῃ στὸν κόσμο πὼς δὲ μᾶς λείπουνε δὰ οἱ σαντέζες. Μ' ἀφτήνε τὸ λοιπὸ βρισκότανε στὸ Παλιὸ Φάλερο.
Ἐκεῖ ποὺ πίνανε καὶ γλεντούσανε, νά σου ἄξαφνα ὁ Γιῶργος μας ποὺ
μπαίνει. Μπαίνει μὲ τὴ σαντέζα. Ἴσως μάλιστα ἡ παρουσία του, μὲ τὴ
Λουίζα! ὅπως καὶ ἡ παρουσία τῆς καινούργιας τοῦ Θανάση τῆς σαντέζας,
νἄφερε ὅλο τὸ κακό.
Ἐπειδὴ βλέπετε τώρα τὴ σκηνή; Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, μιὰ σαντέζα μὲ τὸ Γιῶργο, ἀπὸ τὴν ἄλλη μιὰ σαντέζα μὲ τὸ Θανάση.
Ἔπρεπε κάτι νἀκολουθήσῃ − γιὰ νὰ καμαρώσουνε οἱ δυὸ σαντέζες.
Ὁ Θανάσης ὅτι ποὺ εἶδε τὸ Γιῶργο, ἀμέσως σηκώθηκε. Τί νὰ κάμῃ;
Μπροστὰ στὶς δυὸ σαντέζες, ἀνάγκη νὰ σηκωθῇ. Γνωστὸ σὲ ὅλη τὴν παρέα τὸ
γράμμα ποὺ τοῦ ἔγραψε ὁ Θανάσης.
− « Μπά! Ἐσύ, λέει, μοῦ ἔδωσες τὰ χαστούκια; Στάσου νὰ σοῦ τὰ δώσω πίσω!» Καὶ τοῦ δίνει ἕναν μπάτσο, μὰ καλόνε.
Ὁ Γιῶργος σὰ νὰ τὸ πρόσμενε, γιατὶ ἄψε σβῆσε βγάζει ἀπὸ τὴν τζέπη τὸ
πιστόλι του, ἕνα μπράουνιγκ, μὲ ὀχτὼ μπάλλες, ἀπανιστές, τοῦ τραβᾷ ἕξη
μὲ τὴν ἀράδα, ποὺ τρεῖς ἀπὸ τὶς ἕξη τὸν πληγώνουνε.
Ὁ νέος ὁ Θανάσης, γιὰ κάθε ἀπαντεχούμενο, εἶχε πάντα μαζί του τὸ
πιστολάκι του − ὄχι γιὰ τὸ Γιῶργο, ποὺ ὁ θεὸς νὰ φυλάξῃ, τί φελοῦσε
κιόλας, ἀφοῦ δὲν τὸν ἔβρισκε πουθενά; − μὰ ἔτσι, γιὰ κάθε ἀπαντεχούμενο,
καθὼς εἴπαμε, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ φερθῇ σὰν ἥρωας καὶ μπροστὰ σὲ
σαντέζες.
Ἥρωας σωστός. Ὁ δύστυχος ὁ Θανάσης, φαρδὴς πλατής, ξαπλώθηκε χάμω, στὰ αἵματα κυλισμένος.
− «Μπά; εἶπε ὁ Γιῶργος, ξαναβάζοντας τὸ πιστόλι του στὴν τζέπη του, μήπως τόνε σκότωσα;»
Καὶ φέβγει.
Ἀνέβηκε στὸ ἰδιοκίνητό του. Γλήγορα γλήγορα σπίτι μας στὴν Ἀθήνα. Μὲ τὴ σαντέζα μαζί.
Φαίνεται πὼς καλὸ τοῦ ἔκανε ὁ περίπατος, ἀφοῦ τὴν ἀβριανὴ τὸ πρωΐ, πῆγε ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη
ἕνας ῥεπορτέρης καὶ τὸν ἧβρε ἥσυχο ἥσυχο, σὰ νὰ μὴν εἶχε ἀκολουθήσει
τίποτα τὴν ψεσινή. Φοροῦσε μάλιστα παντοῦφλες καὶ μιὰ στολή τοῦ σπιτιοῦ νεγκλιζέ,
ὅπως γράφει ὁ ῥεπορτέρης Κέφι. Μόνο δυὸ τρεῖς γκρατζουνιὲς κοντὰ στὴ
μυτίτσα του, ποὺ εἴτανε πλακωτὴ καὶ κοντή, θυμίζανε τὶς κοκορομαχίες τοῦ
Παλιοῦ Φάλερου.
Δίσταξε μιὰ στιγμὴ ὡς ὅπου νὰ δεχτῇ τὸ ῥεπορτέρη. Ῥεπορτέρης τάχα νὰ εἶναι − ἢ ποιὸς ξέρει, κανένας ἄλλος, πιὸ δυσάρεστος;
− «Τί μὲ θέλεις; Καὶ ποιὸς εἶστε;»
− «Εἶμαι συντάχτης στὴν Ἀκρόπολη.»
− «Ἀ! ἐγὼ ξέρω τὸ Σταματίου· ἀφτὸς νὰ ἔρθῃ, ἀφτόνε ξέρω.» Καὶ σώπασε ὁ νέος μιὰ στιγμή. Ἔπειτα, σὰν τρομασμένος ἀκόμη λιγάκι·
− «Ἀλήθεια, εἶστε συντάχτης;»
− «Δὲν τὸ πιστέβετε; Θέλετε νὰ διῆτε τὸ καρνέ μου;»
− «Ὄχι…σᾶς πιστέβω.»
− «Τὸ λοιπό, σᾶς παρακαλῶ, ἐπειδὴ κ' οἱ χτεσινὲς σκηνὲς διαστραφήκανε
ἀπὸ μερικὲς φημερίδες, νὰ λάβετε τὴν καλοσύνη νὰ μοῦ δηγηθῆτε σεῖς ὁ
ἴδιος τὰ καθέκαστα.»
− «Μάλιστα, νὰ σᾶς τὰ πῶ!» Κι ἀρχίζει ἄκρες μέσες νὰ τοῦ δηγᾶται ὅσα
δηγηθήκαμε καὶ μεῖς − ἐννοεῖται ὡραΐζοντας ἢ παρασωπαίνοντας κάπου
κάπου, μάλιστα ὅταν ἔγινε ὁ λόγος γιὰ τὶς πιστολιές, ὅπου ὁ Γιῶργος, σ'
ἕνα ῥώτημα τοῦ ῥεπορτέρη·
− «Πόσους πυροβολισμοὺς ῥίξατε;»
− «Πέντε. Μὰ ἐννιὰ εἶχε τὸ περίστροφό μου.»
Ὥστε εἴτανε καὶ τοῦτο ἐλαφρυντικό, ποὺ ἔχοντας νὰ τραβήξῃ ἐννιὰ μπάλλες, τράβηξε μόνο πέντε.
− «Εἶδα, λέει, τὸ Θανάση νὰ κυλιέται χάμω καὶ τοὺς φίλους του νὰ τὸν
ξεκουμπώνουνε, γιὰ νὰ διοῦνε ποῦ εἶναι χτυπημένος. Εἴμουνε σὰν τρελός·
ἁρπάζω τὴ σαντέζα μου, ἀνεβαίνω στὸ ἰδιοκίνητό μου καὶ ξεκινοῦμε γιὰ τὴ
Ἀθήνα.»
− «Γιὰ νὰ παραδοθῆτε στὶς ἀρχές;» λέει ὁ ῥεπορτέρης, ποὺ δὲν τοῦ ἔλειπε πνέμα.
Ὁ λόγος τοῦ φάνηκε κουτός, γιατὶ γέλασε κι ἀπάντησε·
− «Μπά! Δὲ βαριέστε; Εἴτανε ἀργά, εἴμουνε ζαλισμένος καὶ νύσταζα.»
Ἐκείνη τὴ στιγμή, μπῆκε μέσα ἕνας δοῦλος καὶ πρόσφερε μέντα λικὲρ Δυνατή, φωτιά. Ὁ Θανάσης ἔῤῥιξε τὸ ἀλκοόλι στὸ νερὸ κ' ἔκαμε γαργάρες.
− «Σᾶς πονεῖ ὁ λαιμός σας;»
− «Ὄχι! Συνήθεια!»
Νόμισε περιττὸ νὰ ξηγήσῃ ἀπό ποῦ ἡ συνήθεια τῆς μέντας. Ἴσως κιόλας
νὰ μὴν τὸ ἤξερε καλὰ καλά. Ἐμεῖς τὸ ξέρουμε, ἀφοῦ ἀπαρχῆς κιόλας τὸ
σημειώσαμε πὼς ἀπὸ παιδὶ τοῦ μάθανε νὰ προσέχῃ στὴν ὑγεία του. Ἡ μέντα ἡ
δυνατή, ὅπως τὴν ἔπαιρνε, ὄχι μόνο καθαρίζει τὸ στόμα, παρὰ σκοτώνει,
λέει, καὶ τὰ μικρόβια.
Ἡ ἔννοια τῆς ὑγείας φάνηκε σ' ὅλη του τὴ διαγωγή.
− «Ἐσεῖς, ἂν ἐπιτρέπετε, λέει ὁ ῥεπορτέρης, δὲν ἔχετε σκοπὸ νὰ παρουσιαστῆτε στὸν ἀνακριτή;»
− «Τὸ σκέφτουμαι. Μὰ σήμερις ἄβριο θὰ διῶ. Σήμερα εἶμαι πολὺ κουρασμένος. Θἀναπαφτῶ πρῶτα.»
− «Βέβαια, μὲ τὴν ἡσυχία σας!»
Εἴτανε τόντις ὁλότελα ἥσυχος· δὲν ἔμοιαζε διόλου μετανοιωμένος. Τὸ
πιὸ σπουδαῖο, μήτε τοῦ περνοῦσε ἰδέα πὼς μποροῦσε νὰ συλλαβηθῇ.
− «Μὰ σᾶς παρακαλοῦμε, ῥωτᾷ πάλε ὁ ῥεπορτέρης μὲ τὴν περιέργεια νὰ
διῇ ὡς ποῦ πήγαινε τὸ πρᾶμα, ἡ ἀστυνομία δὲ σᾶς ἐνόχλησε διόλου;»
− Καλά! Ἡ ἀστυνομία τί ἔχει νὰ κάμῃ ἐδῶ; Εἴτανε ἁπλὴ ἄμυνα γιὰ τὴ ζωή μου.»
− «Ἴσια ἴσια! Τοῦ λόγου σας ἀνακριτὴς δὲν εἶστε. Ἡ δικιοσύνη πρέπει νὰ ξακριβώσῃ τί ἔτρεξε.»
− «Καμιὰ ξακρίβωση δὲν χρειάζεται. Μὲ χτύπησε καὶ τὸν πιστόλισα. Εἶναι σπουδαῖο πρᾶμα;»
Δὲν βαριέστε! νὰ ποῦμε καὶ μεῖς. Καμιὰ σπουδαιότητα δὲν εἶχε, ἀφοῦ ὁ
παπάκης τοῦ νέου, πλούσιος καὶ παντοδύναμος. Ποῦ ἀστυνομίες καὶ ποῦ
δικιοσύνες; Ἔτυχε, γράφανε στὴν Ἀκρόπολη, τὴν ἴδια μέρα νὰ
συλλάβουνε κάποιο λοῦστρο, ποὺ κανεὶς κιόλας δὲν μποροῦσε νὰ προσδιορίσῃ
ποιὸ τὸ φταίξιμό του. Τὸ Θανάση θὰ πάνε νὰ συλλάβουνε, νὰ τοῦ χαλάσουνε
τὴν ὑγεία του, ποὺ ἀναγκαζότανε κιόλας τὸ παιδὶ νὰ κάνῃ γαργάρες μὲ
δυνατή μέντα, μήπως κι ἀπὸ τὶς ψεσινὲς κατακεφαλιὲς τοῦ μολέψανε δυὸ
τρία μικρόβια τὸ στόμα;
Ἴσως πάλε νὰ ῥωτήσετε·
− «Ἡ ἀστυνομία, ὁ ἀνακριτής, ὁ παπάκης, ἡ κυβέρνηση, ὁ πρωθυπουργός, ὁ
ὑπουργὸς τῆς δικιοσύνης, καλά! Καὶ καταλάβαμε. Πῶς ὅμως ὁ Θανάσης νὰ
μὴν τὸν κατάγγειλε;»
Τὸ συλλογίστηκε ὁ Θανάσης μιὰ στιγμή. Τὸ συλλογίστηκε ἡ μάννα του ἡ
δύστυχη, ποὺ τὸν ἦβρε κατάκειτο στὴν κλινικὴ μὲ τὶς τρεῖς λαβωματιές.
Ἔπειτα διστάξανε. Βλέπεις, τῆς ἴδιας κοινωνικῆς θέσης, τῆς ἴδιας
ἀριστοκρατίας καὶ οἱ δυὸ φαμελιές. Πλούσιες, παντοδύναμες καὶ οἱ δυό, τὸ
κάτω κάτω, φίλοι καὶ οἱ δυὸ νέοι. Ποιὸς ξέρει; Μιὰ μέρα μπορεῖ νὰ
χρειαστοῦνε τὴ φαμελιὰ τοῦ Γιώργου, ποὺ εἴτανε πιὸ πλούσια καὶ πιὸ
δυνατή. Μπορεῖ μάλιστα μιὰ μέρα, ποιὸς ξέρει, νὰ χρειαστῇ τὸ Γιῶργο πιὸ
πολὺ ἀπ' ὅλους ὁ Θανάσης ὁ ἴδιος − ἂν κι ἀφτὸς ἄξαφνα κάμῃ τὰ ἴδια.
Εἴκοσι πέντε τοῦ Ἀπρίλη, τρίτη, 1911.
ΨΥΧΑΡΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου