με άρπες και με άσματα με νέκταρ κι αμβροσία.
Γιόρταζαν να υποδεχτούν μια ψυχή που φτάνει,
για να την εξαγνίσουνε καθάρια να την κάνουν,
από τον πόνο, τον θυμό τα μίση και τα πάθη.
Μα η ψυχή σαν κόπιασε την βρήκαν λαβωμένη
σπασμένη ήτανε, μισή, ακρωτηριασμένη....
Και το κομμάτι που 'λειπε ήταν το πιο σπουδαίο
γιατ' έκρυβε τα όνειρα το πάθος,
την αγάπη, την πίστη, την αγνότητα την αγκαλιά, το χάδι...
Μία ψυχή χωρίς πνοή, ψυχρή και παγωμένη,
άχρωμη έστεκε, βουβή στην άβυσσο χαμένη.
Οι άγγελοι απόρησαν πως θα την εγιατρέψουν
πως θα της δώσουνε φτερά και θα την ταξιδέψουν.
Ένα μικρό γονάτισε στα χέρια την επήρε,
δεν μίλησε, δεν ρώτησε,
μόν' έγνεψε πως ξέρει
για την ψυχή που ράγισε από διπλό μαχαίρι...
Ένα της κάρφωσε Αυτός για να την λευτερώσει,
γιατί αόρατα δεσμά την είχανε στοιχειώσει...
Κι ένα Εκείνη μόνη της με το δικό της χέρι,
αυτόχειρας του τέλους της, που η μοίρα είχε διαλέξει,
αφού μονάχη της δεν ζει μισή ψυχή χαμένη...
Μισή ζωή, μισή πνοή μισή ψυχή, ψυχή μου...!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου