Α´
Δὲ χρειάζονται πολλά. Ἕνα παράθυρο
καὶ λίγος οὐρανὸς
καὶ δυὸ κλωνάρια ἀπὸ ἕνα πεῦκο,
ἀπὸ ἕνα σκῖνο.
Νὰ ξέρης πὼς θὲ νἄρθη ἡ νύχτα ἤρεμη,
πὼς κάτω ἀπὸ ἕνα φῶς
θἆναι στρωμένο γιὰ τοὺς δύο
ἕνα τραπέζι,
πὼς τὸ ἀνοιχτὸ βιβλίο
θὰ ὑπάρχη πάντα ἐκεῖ νὰ περιμένη.
Νὰ ξέρης
πὼς μέσα στὴ σιωπὴ τοῦ σύθαμπου
διαλέγεσαι μὲ μιὰ ψυχή·
πὼς δὲν πλανιένται μόνες τους
οἱ σκέψεις σου,
καὶ πὼς παραφυλάει κάπου ἕνα γέλιο,
τὸ γέλιο ποὺ ξεπλένει
ἀπὸ τὴ σκόνη, ἀπὸ τὴ γλίνα
πράγματα καὶ ἀνθρώπους.
Νὰ ξέρης
πὼς σὲ κοιτάει ἡ ἀγάπη
ἀπὸ δυὸ μάτια γνώριμα, στοχαστικά,
καὶ πὼς ἀκόμα κι ἂν νυχτώση
θὰ μένουν πάντα ἐκεῖ
αὐτὰ τὰ μάτια, ἀνάλλαχτα κι ὀρθάνοιχτα,
νὰ σὲ κοιτάζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου