Σε κάθε βήμα φαίνεται ανοίγονται δυο δρόμοι,
τον έναν δεν τον ξέρω, ο άλλος είναι της φωτιάς.
Κι άμα περάσεις από 'κει είναι σκληροί οι νόμοι,
μαζεύεις τα κομμάτια σου κι ύστερα προχωράς.
Μαζί σου δεν μπορούσα να κρατήσω πισινή,
καλούσα και το πείσμα και την τρέλα μου απ' τα βάθη.
Κι ισορροπούσα πάνω στο δικό σου το σχοινί,
ζητούσα το ρόδο, ζητούσα και τ' αγκάθι.
Για μένα ήσουν θανατηφόρος πυρετός
που μου 'δωσε όμως χάρη και μ' άφησε να ζήσω.
Και είδα πώς γίνεται απ' τα σκοτάδια φως,
σιγά-σιγά και εγώ ν' ανατέλλω μαζί του.
Θυμάμαι σ' αγαπούσα, τώρα πια δε νιώθω πώς,
κοντά σου ό,τι μ' έφερε αλλού τώρα με πάει.
Τα μαύρα σου τα μάτια γίναν μπλε και είναι αλλιώς,
αλλιώς το νιώθω μέσα μου αυτό που σπαρταράει.
Τώρα έχω στο δισάκι μου τεράστια περιουσία
και περπατώ ξοδεύοντας σε δύσκολη εποχή.
Στου κόσμου τα παράταιρα δε δίνω σημασία,
απ' την αγάπη πέθανα και να 'μαι ζωντανή.
Για μένα ήσουν θανατηφόρος πυρετός
που μου 'δωσε όμως χάρη και μ' άφησε να ζήσω.
Και είδα πώς γίνεται απ' τα σκοτάδια φως,
σιγά-σιγά και εγώ ν' ανατέλλω μαζί του.
Στο δρόμο της επιστροφής που μέτρησα από σένα
απ' τα σαράντα κύματα πέρασα για να 'ρθω.
Ο κύκλος που άνοιξε πλατιά, έκλεισε και για μένα
και τις καινούργιες θάλασσες μαθαίνω για να βγω.
Με μία τόσο ζόρικη και ωραία ιστορία
το ξέρω πως την πάθανε πολλοί κάποια φορά.
Γυρνώ, βλέπω τις στάχτες της, δεν έχει σημασία,
με τίποτα δε θ' άλλαζα μια τέτοια πυρκαγιά.
Για μένα ήσουν θανατηφόρος πυρετός
που μου 'δωσε όμως χάρη και μ' άφησε να ζήσω.
Και είδα πώς γίνεται απ' τα σκοτάδια φως,
σιγά-σιγά και εγώ ν' ανατέλλω μαζί του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου