και την ξετύλιξε προσεκτικά μη θραύσει τη σελήνη
μη χυθεί ο υδράργυρος των αστεριών του ανέφικτου στο κενό
Που πήγαινε με τα λεπτά πέδιλα
μέσα στις λάσπες της απόγνωσης
η επιθυμία των χλωμών ερώτων
Η νύχτα είχε περάσει ένα διάφανο κουρτινάκι στο στήθος
κρατούσε στο δεξί χέρι λίγα κελαιδίσματα
και στ’ αριστερό ένα πανάρχαιο πρωινό βέλασμα
Εκείνος είχε ξεμείνει
ανάμεσα στον τεράστιο όγκο του σκότους
και στην πηχτή γύμνια της πόλης
όπως το εγκαταλειμμένο βαν
της ημιτελούς επιστροφής
όπως η πεντάμετρη σιδηρόβεργα
της ολοκληρωμένης οικοδομής
όπως το εσκεμμένο ορθογραφικό λάθος
-Καλά εσύ δεν έχεις ένα φίλο
-Έχω στην πίσω αυλή
αλλά όλο τρυπώνει στα φορέματα της χαράς των άλλων
και δραπετεύει στο σύθαμπο των αναμνήσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου