πορεύει το λουλούδι
Και τʼ ανθηρά μου χρόνια πορεύειֹ
Αφανίζει των δέντρων τις ρίζες
Είναι ο χαλαστής μου.
Και φωνή δεν έχω να πω στο τσακισμένο ρόδο
Πως απʼ τον ίδιο τσάκισε η νιότη μου χειμέριο πυρετό.
Η ορμή που πορεύει το νερό μεσʼ απʼ τους βράχους
Και το κόκκινό μου αίμα πορεύειֹ ξεράινει τις βουνοπηγές,
Κερώνει και το δικό μου.
Και δεν έχω φωνή να κραυγάσω, ως με τις φλέβες μου
Πως τη βουνοπηγή το ίδιο στόμα τη βυζαίνει.
Το χέρι που αναδεύει στη λιμνούλα το νερό,
Ταράζει και τη σύρτηֹ κατευθύνει το φύσημα του ανέμου,
Τη σαβανοφόρα μου πλεύση οδηγεί.
Και δεν έχω φωνή για να πω στον κρεμασμένο
Πως απʼ τη γη μου πλάθεται ο πηλός του κρεμαστή.
Τα χείλη του χρόνου κολλούν σαν βδέλες στην πηγήֹ
Η αγάπη στάζει και μαζεύει, μα το χυμένο αίμα
Θα γαληνέψει τις πληγές της.
Και φωνή δεν έχω να πω σʼ έναν άνεμο πρόσκαιρο
Πώς ο χρόνος με ουρανό τύλιξε τʼ αστέρια.
Και φωνή δεν έχω να πω στον τάφο του εραστή
Πως στο σεντόνι μου πορεύεται
Το ίδιο κουλουριασμένο σκουλήκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου