«Λαμπρή», αιώνες κι αιώνες πριν, ονόμασε ο λαός μας το Πάσχα. Πανάρχαιη η λέξη, μετέφερε το πανάρχαιο αισιόδοξο μήνυμα του αέναου κινούμενου κύκλου της ανθρώπινης ζωής και της φύσης, της νίκης της ζωής επί του θανάτου, του ερχομού του «Ανώτατου Αγαθού», δηλαδή της γεμάτης λαμπρό φως άνοιξης. Πανάρχαιη και η καταγωγή των χριστιανικών μύθων και περί των παθών του θεανθρώπου και της εκ νεκρών «ανάστασής» του, «έθρεψε» και την ποιητική μούσα του λαού μας, δημώδη και έντεχνη. Μέσω της ελληνικής ποίησης - με χαρακτηριστικά αποσπάσματα δημοτικών ποιημάτων, καθώς και ποιημάτων σημαντικών παλαιότερων και νεότερων ποιητών - θελήσαμε να γιορτάσουμε φέτος τη γιορτή της άνοιξης. Η ποιητική περιήγησή μας στο «θείον» πάθος και την «Ανάσταση» αρχίζει με έξι στίχους από τον αριστουργηματικό «Επιτάφιο Θρήνο», ανωνύμου ποιητή.
«Ω γλυκύ μου έαρ,/ γλυκότατόν μου τέκνον,/
πού έδυσου το κάλλος;
Η δάμαλις τον μόσχον,/ εν ξύλω κρεμασθέντα,/
ηλάλαζεν ορώσα.
Ω φως των οφθαλμών μου,/ γλυκύτατόν μου
τέκνον,/ πώς τάφω νυν καλύπτη;».
«Τάξε του Χάρου καμπουχά, της Χάρισσας βελούδο,
και του μικρού Χαρόπουλου μεταξωτό μαντίλι.
Μπέρτι και σου τις χάριζαν τις τρεις γιορτές του χρόνου,
μόν' του Χριστού για το Χριστό και τω Βαγιώ για βάγια
και τη μεγάλη τη Λαμπρή για το Χριστοσανέστη».
«Με γέλασαν τα πουλιά»
«Με γέλασαν τα πουλιά, της άνοιξης τ' αηδόνια
Με γέλασαν κι μου 'πανε, πως φέτος δεν πεθαίνω.
Φκιάχνω το σπίτι μου, ψηλά-ψηλά κι ανωγιασμένο
Κι ακόμα δεν το πόφκιαξα, βγαίνω στο παραθύρι
Βλέπω τον χάρο να 'ρχεται, στους κάμπους καβαλάρης.
Μαύρος είν' μαύρα φορά, μαύρο κι τ' άλογο του.
Ζυγώνω κι τον αρωτώ, γλυκά τον κουβεντιάζω:
- Ασε με χάρε μ' άσε με, ακόμα για να ζήσω
Εχω γυναίκα κι πίδια, πού να τα παρατήσω
Το Σάββατο για να λουστώ, την Κυριακή ν' αλλάξω
και τη Δευτέρα το πρωί, θα έρθω μοναχός μου.
- Μένα μ' έστειλε ο Θεός, να πάρω την ψυχή σου.
- Τάξε του χάρου τάξε του, μεταξωτό μαντίλι.
Για να μ' αφήνει να 'ρχομαι, πολλές φορές το χρόνο
Του Χριστού για κοινωνιά και του Βαγιού για βάγια
Και τη Λαμπρίτσα το πρωί, για το Χριστός Ανέστη».
«Το περιβόλι του Χάρου» (Ζακυνθινό)
«Ο Χάρος εβουλήθηκε να κάμη περιβόλι,
Βάνει ταις νιαίς για τα δεντρά, τους νιούς για κυπαρίσσια
Βάνει και τα μικρά παιδιά για ταις γλυκομηλίτσαις.
Θεέ και να με βάνανε πραγματευτή ςτον άδη,
Να βάσταα ςτο κεφάλι μου κανίστραις με στολίδια,
Να βάσταα και ςτον ώμο μου παλληκαριών αρκιμπούζα,
Να βάσταα και ςτην ζώνη μου γερόντων κλαδευτήρια,
Να βάσταα και ςταις μπούρσαις μου μικρών παιδιών κουλούρια,
Νάρχοντ' οι νιοί για τ' άρματα κ' η νιαίς για τα στολίδια.
Νάρχονται και οι προεστοί να πέρνουν κλαδευτήρια,
Και τα μικρά παιδόπουλα να πέρνουν τα κουλούρια.
Παρακαλώ σε Παναγιά, και προσκυνώ σε πόλι,
Να μου δοθούνε τα κλειδιά, να μπω στο περιβόλι.
Παρασκευή τα ζήτησα, Σαββάτο μου τα δώσαν,
Την Κυριακήν ανήμερα άνοιξα, μπήκα μέσα.
Βλέπω ταις νιαίς χορεύουνε, τους νιούς και τραγουδούνε,
Βλέπω τα συμπαλλήκαρα κ' επαίζανε τσικμάδαις,
Βλέπω ταις νιαίς κ' εστρώνανε τα ξήστρωτα κρεββάτια,
Για νάρτ' ο νιος να κοιμηθή, πώρχετ' αποσταμμένος
Μεταξωτά παπλώματα και ρένσινα σεντόνια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου