πίσω απ' τις σφαλιστές γρίλιες
Το μαύρο ήταν πάντα το αγαπημένο του χρώμα
Το φορούσε και γλιστρούσε στο σκοτάδι του
Μια σκιά στο αδύναμο φως των άστρων που
παιχνίδιζαν με τα νέφη
Κάθε βραδυ η ίδια διαδρομή
Με βροχή, ή με χιόνια πάντα η ίδια διαδρομή
Στεκόταν στη γωνιά του δρόμου απεναντι απ' το σπιτι τους
Με το βλέμμα καρφωμένο στη φωτισμένη μπαλκονόπορτα
Περιμένοντας την υπομονετικά ν 'ανοίξει
κι αυτή να βγει στο μπαλκόνι να καπνίσει το τελευταίο της τσιγάρο
Μια συνήθεια που είχε από τότε που οι δυο ήταν μαζί
Προτού η μοίρα τερματίσει την κοινή τους πορεία στη ζωή
κλέβοντας αιφνίδια τη δική του
παρέμενε εκεί δαμάζοντας τους δαίμονες του
κι όταν αυτή επέστρεφε ξανά στο σπίτι
αυτός χαμογελαστός γλιστρούσε μέσα απ' το παγωμένο μάρμαρο στο μόνιμο του σκοτάδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου