κι ήταν κάτι ακαθόριστο, σαν κόμπος στο λαρύγγι,
σαν μια θηλιά ήρθε στο λαιμό και δέθηκε.
Κι η κάθε κίνηση όλο πιότερο τη σφίγγει.
Της πείνας το φθινόπωρο που εκίνησε
δίχως ρομαντισμό ήρθε να κουρσέψει,
κι όπως καβάλησε στο φορτηγό αυτοκίνητο,
μια λεία από ανθρώπους πλούσια θα μαζέψει.
Τα ξένοιαστα παιδιά μαζεύει, που αφήσαν
τα γελαστά απογεύματα και τα παιχνίδια,
τα παιδιά που γυρνούν στους δρόμους, ψάχνοντας
για φλούδες κι αποφάγια στα σκουπίδια.
Μαζεύει αυτούς που πάγωσε στα χείλη τους
το ανέκφραστο χαμόγελο, που τρέφει η απελπισία.
Μαζεύει τους νεκρούς...Γιατί όσοι σώπασαν,
αυτοί σκοτώνουν της ζωής τη σημασία.
Κι έτσι σε δρόμους σκοτεινούς τραβούν και χάνονται
και μια θηλιά στο τέρμα τους προσμένει
και μια θηλιά για τον καθένα κρέμεται
μα σφίγγεται και πνίγει όποιον σωπαίνει.
Μες στης σιωπής το πέλαγος το ακύμαντο
η απελπισία ενός λαού διαβαίνει.
Στο πέλαγο η φωνή του θάρρους σώπασε
κι όταν σωπαίνει ένας λαός πεθαίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου