Φορούσε ο Γάγγης το ράσο του ανάποδα,
η μολυβιά στην κοίτη του είχε χορτάρια δίπλα,
κι εκείνη πως τα έπλενε τα πόδια της,
ολόκληρη στην άμμο,
μία χάρη, μία ζωηρή απλότητα, κι έτσι
στην απουσία της γέμισε όλη η πόλη
από εκείνη,
το τραγούδι της μπήκε στα σπίτια όλων,
αυτή η φωνή είχε χροιά ελεύθερη,
αυτή η φωνή είχε χροιά πιο φανερή,
θα ήταν φαίνεται εκεί ο Άγιος,
ένας μύθος παλαιός, Μαχαμπαράτα,
μείνε,
κι εκείνη δάκρυσε στους στίχους της,
έσκυψε και πάλι και τα μαλλιά της
μούσκεψαν,
τα δάχτυλά της έτρεμαν, τα μάτια της
κοκκίνισαν.
Ήρθε ο χρόνος, ήρθε, και η στιγμή πως
χάθηκε δεν ξέρω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου