Βράχο ύψωνε και βύθιζε στην ψυχή μιάν αγάπη αόρατη
Πάνω του ένα άλογο άγριο τρεχοκοπούσε μα ο καλπασμός του
χρόνια πολλά μετά αποθηκευόταν
Ζύμωνε αγιότητα ο ουρανός χιμώντας ακίνητος στον ψαλμό των
γλωσσών
Οπου η Παναγία ανοίγοντας τα μάτια έφτιαχνε θάλασσα και
έπλαθε ψωμί απ' τον απαρηγόρητο ανθό του λόγου
Κι ακούστηκε: "...Τι πράττει η Γένεσις...;" Μα η φωνή έγινε
πέτρινη φωτιά όπου τα χέρια της ερχόταν να ζεστάνει
μια καλοσύνη εξόριστη
Κι έτρεχε αντίθετα απ' τον άνεμο της ζωής το πανί του οράματος
Και πατούσε ο θάνατος μα το ίχνος του γέμιζε με νερό της
απεραντοσύνης
Φάνηκε τότε πως από ένα πιάτο φτωχό, με την ελιά, την ντομάτα
και το κρεμμύδι, ξεπηδά τραγούδι πικρό μα αδάκρυτο -
Βράχο ύψωνε και βύθιζε στην ψυχή μια σιωπή ασπούδαχτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου