Εσμιγε η γλώσσα μου με τη γλώσσα της θάλασσας σαν να 'ταν
για λίγο κρυμμένη η βάρκα των ωρών
Και κάτω απ' το χώμα νιώθοταν η αδημονία των λέξεων να
καρπίσουν
Τριγύρω το κερί μιάς μοίρας αγνής έλειωνε απ' τη φλόγα ενός
φωτός που έκλεβε τα κλειδιά των θαυμάτων
Ερημο λιμάνι η μνήμη κρύβοντας τον τυχερό της δρόμο για να
γεμίσει καράβια ζωγραφιστά ως αντάλλαγμα
Τόσο παλιές οι ρίζες των σπιτιών που ζωντάνεψαν σαν πόδια
και τις νύχτες βρόνταγαν τη γη για ν' ακουστεί βαθιά
στα σώματα η καμπάνα των ονείρων
Αλλά στον άνεμο φτερούγιζε η φρεσκοψημένη μου περισυλλογή,
κι απ' των τοίχων τη λευκότητα παρμένη του βλέμματός
μου η απόφαση:
Να μοιραστώ σαν ψωμί στα χέρια των οραμάτων και στη θέση
του προσώπου μου να βάλω ένα μπλε ξύλινο παράθυρο
για να μπορεί ο ουρανός να περνά ανόθευτος
Χαμένα νομίσματα στο στήθος των κοριτσιών έσμιγαν με τους
νόμους των άστρων σαν να 'ταν για λίγο μπερδεμένη
η κλωστή των ωρών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου