Οι ώρες της άνοιξης, της κάθε άνοιξης, παιδεύονται στη νεκρή ψυχή.
Προσπαθήσαμε να ζήσουμε μυθολογικά. τα σχήματά μας
φύλαξαν μέσα τους τη σοδειά του ήλιου
με τη συνείδηση των γυμνών κλαδιών στην παγωνιά
που δε στενοχωριούνται για το χαμένο φύλλωμα.
και τα χρόνια περνάνε σα σκοτωμένα χρυσόψαρα
και δε δονούνται τα άδεια ενυδρεία ούτε οι ξεθαμμένες κάσες.
μέσα στα σάπια φύκια μας βαραίνει η αίσθηση του ερχομού μιας ξεγραμμένης μουσικής
κι εκείνων που βουτάν στις σκιές και μετράνε τα νεκρά φιλιά τους.
Τώρα, σε ποιο άγονο κοιμητήρι να επιστρέψουμε;
Πίσω απ' την πύλη του πια
ένα παιδί δεματιάζει τους ορίζοντες μονολογώντας:
είναι ο πλάστης, είναι το μαντικό μυαλό των δέντρων
μια κραυγή περιστεριού που πέφτει στο χώμα -
ξέρουμε όμως πως όλα ξεχνιούνται, σαν τον αφρό ενός κύματος
που κοιτάξαμε αφηρημένα πολλά χρόνια πριν.
Μα όχι και οι άυλες φορεσιές μας. αυτές είναι φτιαγμένες από περίσσευμα σκοταδιού
απ' τον αέρα που μας σκέφτεται πάνω από ένα βράχο το σούρουπο
κι από σκόρπια κιονόκρανα στις οθόνες.
Ένας κεραυνός οδηγεί το χέρι μας
ανάμεσά τους δεν υπάρχει κανένας θλιμμένος θεός
πρόσωπα ταξιδεμένα σε πολλές πολιτείες για να κερδίσουν τ' όνομά τους.
Κοιμηθήκαμε με το παλιό δέρμα και ξυπνήσαμε
μ' αυτή την ιστορία, μ' εκείνη τη σκόνη, με τούτο το τέλος
τώρα που οι καρδιές αλλάζουν αίμα κάθε άνοιξη
που ο χρυσός είναι χρυσός από το πρώτο καράτι ίσαμε το τελευταίο
τώρα που τα χέρια φεγγίζουν στο άγνωστο νερό.
Παύει σιγά σιγά ν' ακούγεται η βροχή
απ' τ' ανοιξιάτικα κλαδιά, χαμηλώνοντας αργά το βλέμμα
βλέπουμε τις χελώνες να γεννιούνται ανελέητα
στο σκληρό φως, να γεννιούνται
ανελέητα οι χελώνες, ασταμάτητα
ψάχνοντας στα τυφλά για έλεος κάτω απ' τα ξεβράσματα του ωκεανού.
Μπροστά στο λαξεμένο ξερονήσι η ψυχή μας λαξεύεται
οι όμορφες μέρες λαξεύονται. Έρχονται σαν κυνηγοί:
ένδοξοι, αλλά με σκοτωμένους λαγούς στην πλάτη
και θρύλους για τις φωνές των χρυσόψαρων και των χαμένων σωμάτων μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου