Εργάτης σε αβέβαιης ασφάλειας χρυσωρυχείο
υπήρξα κάποτες κι εγώ.
Δελεάστηκα αντικρίζοντας
το πρώτο μίγμα χρυσού.
Οι γαλαρίες τρίζανε
Ο κίνδυνος μετέωρος
Όμως ένας ανεπαίσθητος κόκκος χρυσαφιού
με κράτησε ολόρθη.
Στύλωσα το κεφάλι
και στήριξα μια γαλαρία
Δεν ήξερα καν,
αν κρατιότανε στο μετέωρό μου στήθος
Τράβηξα σταθερά κι ακάθεκτα τη σκαπάνη
ψαχούλεψα με τα χέρια
τα δάκτυλα
τα πόδια
κυλίστηκα ολάκερη στη σκοτεινή στοά
που της φώτιζε τα μηνίγγια το χρυσάφι
γεύτηκα την αίσθηση της θανατίλας
την πλάνη των δώδεκα Ολύμπιων θεών
και ανεπαίσθητα συνειδητοποίησα
πως κάπου αγρυπνούσε ο Θεός μας ο Αληθινός.
Έτσι λοιπόν,
άλλοτε συνθλιμμένη κι άλλοτε
δονούμενη σε εκρηκτικές διακυμάνσεις
οσμίζουμουν σκόνη χρυσαφιού που μ έκανε
να ξεχνιέμαι
να ξεχνιέμαι
να ξεχνιέμαι
Τελικά,
το ορυχείο στη θέση του.
Η Θεία Πρόνοια ασφαλώς μεριμνούσε.
Ψάχνοντας κι ανασκαλεύοντας
ανασκαλεύοντας
και ανακαλύπτοντας.
- Αγνοώντας το αίμα των δαχτύλων
στη διέγερση της θεσπέσιας στιγμής
Διαπίστωσα πολύτιμα κομμάτια.
Και στο πιο κρίσιμο σημείο
Εκεί που μια φλέβα ανοιγότανε
στα έκπληκτα μάτια μου και με τραβούσε
Η δοκός έτριξε επικίνδυνα.
Να φύγω. Να σωθώ.
Να μείνω,
Αγκαλιά με το χρυσάφι
πεθαίνοντας να το μασουλώ.
Τελικά,
νίκησε η Θεία Βουλή.
Το ορυχείο ανακαλύφθηκε,
υποχώρησε,
μορφοποιήθηκε
διαλύθηκε
σαν όνειρο εξαφανίστηκε
και στη θέση του βρέθηκα,
με την καρδιά μου επιχρυσωμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου