Πράγματι, ο καιρός ήτο θαυμάσιος. Ένας καιρός ηδονικός και, όπως λέγουν, θείος. Ο ήλιος έλαμπε καταυγάζων και θερμαίνων τα πάντα – τον ουρανόν, την θάλασσαν, το υπερωκεάνειον, τους επιβάτας. Όλοι σχεδόν ήσαν χαρούμενοι. Ελάχιστοι μόνον εκ των ταξιδιωτών έμεναν αμέτοχοι της γενικής αγαλλιάσεως. Μεταξύ αυτών, συγκατελέγετο και ο τρίτος εκ των Ελλήνων επιβατών, ένας άνδρας τεσσαράκοντα περίπου ετών, ο Ανδρέας Σπερχής. Ο άνδρας αυτός ίστατο την ώραν εκείνην επί της γεφύρας, και με την κόμην του ανάστατον από τον άνεμον, παρετήρει, μελαγχολικός και σύννους, τον μακρινόν ορίζοντα. Γόνος γνωστής Ελληνικής εν Βλαχία εγκατεστημένης, άλλοτε, οικογενείας πλοιοκτητών και μεγαλεμπόρων, ο Ανδρέας Σπερχής είχε γνωρίσει τον πλοίαρχον Άντερσον εν Λονδίνω, όπου αργότερον εγκατεστάθη η οικογένειά του, και, όπου, επί πολλά έτη, έζησε, σπουδάζων και εργαζόμενος, εις τα εκεί γραφεία του πατρός του, και χάρις εις αυτήν την γνωριμίαν, ευθύς ως την εζήτησε, έλαβε παρά του πλοιάρχου την άδεια να ανέρχεται, οσάκις το επιθυμούσε, εις την γέφυραν του γιγαντιαίου πλοίου.
Αλλά, ενώ εις πάσαν άλλην εποχήν, ο Ανδρέας Σπερχής θα ησχολείτο με τας απολαύσεις της ζωής και ιδίως με τας ηδονάς του έρωτος, επιδιώκων να έλθη και ερχόμενος εις αμέσους επαφάς με πολλάς ωραίας νεάνιδας και κυρίας, ο Έλλην αυτός απέφευγε τώρα συστηματικώς τον κόσμον και, παραδόξως, δεν εκοίταζε καμμίαν γυναίκα. Ωρισμέναι σκέψεις έμμονοι και πεπυρακτωμέναι του εφλόγιζαν τον νουν, και ένα όνομα γλυκύτερον παντός άλλου συνετάρασσε την σφαδάζουσαν συναισθηματικότητά του. Το όνομα τούτο ήτο – Βεατρίκη. Αι σκέψεις – παν ό,τι είχε σχέσιν με την φέρουσαν το όνομα αυτό κόρην, και ιδίως, η απόκρουσις εκ μέρους της του έρωτος που της είχε προσφέρει.
Ο Ανδρέας Σπερχής είχε αγαπήσει εμμανώς την Βεατρίκην εις τας Αθήνας, όπου είχε διαμείνει πλέον των τριών μηνών, κατά την επιστροφήν του εκ μακρυνού ταξιδίου εις την Τουρκίαν, τον Καύκασον και την Ρωσσίαν, πριν επανέλθη εις το Λονδίνον, όπου, από εικοσαετίας ήδη ήτο εγκατεστημένος. Η νεάνις, όμως, ηγάπα άλλον άνδρα, και κληθείσα, εν τέλει, κατόπιν μακράς προσπαθείας του εκ Βλαχίας Έλληνος θαυμαστού της να την κατακτήση, να εκλέξη οριστικώς, μεταξύ αυτού και του άλλου, επροτίμησε να μείνη πιστή εις τον πρώτον της έρωτα. Ο Σπερχής, τρωθείς βαθύτατα εις την καρδίαν, απεφάσισε να εγκαταλείψη την Ελλάδα ενωρίτερα απ’ ό,τι υπελόγιζε αρχικώς, και να ζητήση, εις μακρυνά ταξίδια, μίαν λήθην που εφαίνετο προβληματική, διότι το πάθος του διά την ωραίαν και σεμνήν Αθηναίαν ήτο μέγα και η θλίψις, που προεκάλεσε εις αυτόν ο χωρισμός, αβυσσαλέα.
Και ενώ, άλλοτε, η ισχυρά του ιδιοσυγκρασία και η εντόνως αισθησιακή του φύσις, εγέμιζαν την ψυχήν του Ανδρέου με εξαισίας ηδονάς και με ακαταπόνητον δραστηριότητα, τώρα, μετά την ατυχή έκβασιν του προσφάτου ερωτός του, ο Έλλην αυτός δεν ημπορούσε να αντιδράση λυσιτελώς, και παρέμενε δέσμιος της στυγνής μελαγχολίας που τον κατέτρυχε και αιχμάλωτος, όχι μόνον των θλιβερών του σκέψεων, αλλά και των αγχωδών φαντασιώσεών του , αίτινες έφεραν άπασαι την σφραγίδα της και εν τη θλίψη ακόμη ισχυράς του φαντασίας, ην συνεχώς έτρεφε και υπεδαύλιζε, τόσον εν τη λύπη, όσον και εν τη ψυχική ευφορία, η πλουσιωτάτη συναισθηματικότης του.
Oύτω, και κατά την παρούσαν στιγμήν, συλλογιζόμενος διά πολλοστήν φοράν τα γεγονότα της εν Αθήναις διαμονής του, εν τοιούτον όραμα της φαντασίας εξετόπισε τας ιστορικώς συγκεκριμένας σκέψεις του, και ο Ανδρέας Σπερχής έβλεπε, τώρα, εν τω ερωτικώ του σπαραγμώ, τον εαυτόν του ως Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, καθημαγμένον και γεγηρακότα, καθήμενον επί δρυός πεσούσης, με την περικεφαλαίαν του, δίπλα του, επί της γης, να οδύρεται και να θρηνή, ουχί μακράν από την με φλόγας ζωσμένην ηρωικήν Τροπολιτσάν, ενώ η Βεατρίκη εκθύμως υπανδρεύετο τον Ιμπραήμ, και οι πέριξ ιστάμενοι αγωνισταί, περίλυποι, σιωπούσαν.
Αίφνης τα χείλη του Σπερχή εσάλευσαν και ενώ, ακουμβών εις την κουπαστήν, εξύφαινε ακόμη την φαντασίωσίν του, ο Έλλην αυτός, καίτοι κατήγετο εξ Άνδρου των Κυκλάδων, και είδε το φως εν Βλαχία και ουχί εν Πελοποννήσω, ταυτιζόμενος, προς στιγμήν, με τον βαρέως δεινοπαθείσαντα Μωρέαν, εψιθύρισε με τραγικόν καϋμόν:
«Μωρηά! Μωρηά κατακαϋμένε!»
Μόλις ωλοκληρώθη εις τον νουν του αυτή η εικών, και εγεύθη ο Σπερχής την οξυτάτην πικρίαν με την οποία τον εγέμισε το όραμά του, καθώς και η φράσις που είχε εκστομίσει, νέα εικών, εξ ίσου εναργής και αγχοβαρής, κατέλαβε την θέσιν της προηγουμένης. Και ιδού που ο Έλλην έβλεπε τώρα τον εαυτόν του ως Αθανάσιον Διάκον, θνήσκοντα εν μέσω φρικτών αλγηδόνων εις χείρας των Τουρκαλβανών, ουχί κατά διαταγήν του Αλή, αλλά κατά διαταγήν της Βεατρίκης, ήτις, βασιλεύουσα ως μπας-χανούμ εις το σεράϊ των Ιωαννίνων, και περιστοιχιζομένη εις τον εξώστην από Έλληνας και Τούρκους εραστάς και ευνοουμένους, παρετήρει τερπομένη το οικτρόν του τέλος.
Και ενώ η λίμνη εφρικία από τας κραυγάς των απεριγράπτων αλγηδόνων του, και τα πέριξ όρη και αι φάραγγες αντιλαλούσαν τας τρομεράς του οιμωγάς, η Βεατρίκη, μειδιώσα, εφαίνετο να ηδονίζεται ολονέν περισσότερον, και οι χυδαίοι ευνοούμενοι εκάγχαζαν πιο δυνατά, μυκτηρίζοντες και υβρίζοντες τον εν βασάνοις θνήσκοντα μάρτυρα της αγάπης.
Ο Ανδρέας Σπερχής επέρασε εμπρός από τα μάτια του την χείρα του, ωσάν να ήθελε να εκδιώξη το αποτρόπαιον τούτο όραμα. Και ενώ, μετά μικράν ανάπαυλαν, ητένιζε πάλιν τον ορίζοντα, μία άλλη φαντασίωσις εγεννήθη εις τον νουν του. Εις την φαντασίωσιν ταύτην, ωσάν να ήθελε να εκδικηθή την νεάνιδα των Αθηνών, ο Σπερχής έβλεπε τώρα τον εαυτόν του ως Τούρκον γενίτσαρον, να φονεύη διά φασγάνου τον εκλεκτόν της Βεατρίκης και, ακολούθως, να μαστιγώνη την ωραίαν κόρην, την οποίαν έβλεπε γονυπετή, επί παχέος τάπητος, με την κεφαλήν της εγγίζουσαν το δάπεδον, με το φόρεμά της υψωμένον μέχρι της οσφύος, με τον κώλον της γυμνόν και τουρλωμένον, ενώ οι ακάλυπτοι γλουτοί της καθίσταντο ρόδινοι και εν τέλει πορφυροί, υπό τα δηκτικά και συρίζοντα πλήγματα του καμτσικίου του, έως που από την ερυθράν πλέον σφαιρικήν επιφάνειαν των φλεγομένων οπισθίων της, ήρχισε να αναβλύζη το αίμα. Ο Ανδρέας Σπερχής ερρίγησε. Τώρα έβλεπε τον εαυτόν του να ανατρέπη την Αθηναίαν κόρην επί του τάπητος, και ενώ εκείνη εκραύγαζε, ζητούσα βοήθειαν ματαίως, έβλεπε τον εαυτόν του ο Σπερχής να ανέρχεται επ’ αυτής και με πριαπικήν φρενίτιδα θηριώδη να την βιάζη.
Επί τινα δευτερόλεπτα η εικών αυτή ανεκούφισε την τρωθείσαν φιλαυτίαν του Έλληνος, αλλά, εντός ολίγου, το γεγονός ότι εστάθη δυνατόν να δοκιμάση τοιαύτα συναισθήματα, και η διαπίστωσις ότι, έστω και εν τη φαντασία του, είχε τηρήσει τόσον ανοικτίρμονα και αγρίαν στάσιν, έναντι του πλάσματος που ελάτρευε, τον έρριψε εις βάραθρον απογνώσεως μεγαλυτέρας. Μετανοών δε και σχεδόν δακρύων, έσφυξε σπασμωδικώς την κουπαστήν της γεφύρας και εψιθύρισε:
«Βεατρίκη!…Βεατρίκη!…Συγχώρησέ με.»
Καίτοι ο Ανδρέας Σπερχής ήτο υιός πλουσιωτάτου εφοπλιστού και μεγαλεμπόρου, εν τούτοις, ουδέποτε ενδιεφέρθη ουσιαστικώς διά τας εργασίας του πατρός του, μολονότι αγαπούσε πολύ τον άνδρα αυτόν και τον εθαύμαζε. Εν τέλει –προ έξη περίπου ετών – παρητήθη από τας επιχειρήσεις της οικογενείας του, και έκτοτε ησχολείτο με την λογοτεχνίαν και ιδίως με την ποίησιν, γράφων ο ίδιος κατά τρόπον πρωτότυπον και εντελώς προσωπικόν.
Τα πράγματα που ο Ανδρέας ηγάπα υπεράνω όλων των άλλων, ήσαν κατά σειράν, αι ηδοναί του έρωτος, η ποίησις και τα μεγάλα ταξίδια – όμως, όχι εκείνα που επιτρέπουν, απλώς, την μουσειακήν, τρόπον τινά, διαπίστωσιν και ταξινόμησιν του λεγομένου «εντοπίου χρώματος», αλλά τα επιτρέποντα την προέκτασιν, την προβολήν και την συμμετοχήν εκάστου «Ενός», εκάστου «Εγώ», εκάστου Ατόμου, διά της βιουμένης προσωπικής κατανοήσεως της ολοκληρωτικής ουσίας και της οικουμενικής εννοίας, εις την καθολικότητα και τον πλήρη ρυθμόν του Κόσμου.
Ούτω, με πρώτον μέλημα τον έρωτα και με σύντροφον την ποίησιν – ήτις, εις την βαθυτέραν της υπόστασιν, δεν διαφέρει πολύ από τον ίμερον – ο Ανδρέας Σπερχής, είχε πραγματοποιήσει πολλά ταξίδια εις την Δύσιν και την Ανατολήν, εξ ων, το ανωτέρω ρηθέν, υπήρξε το μεγαλύτερον. Μετά την ατυχή έκβασιν της ερωτικής του περιπετείας εις τας Αθήνας, επιστρέψας εις το Λονδίνον, απεφάσισε να επιβιβασθή επί του «Μεγάλου Ανατολικού», και άμα τη αφίξει του εις τον Νέον Κόσμον, να διασχίση απ’ άκρου εις άκρον τας Ηνωμένας Πολιτείας, τας οποίας δεν είχε ακόμη επισκεφθεί, και, θέτων άλλην μίαν φοράν εις ενέργειαν την περί ταξιδίων θεωρίαν του, να προσπαθήση να λησμονήση την νεάνιδα που έκαμνε την καρδίαν του να αιμάσση.
Ο Έλλην ποιητής, εξερχόμενος από την τελευταίαν φαντασίωσίν του, ησθάνθη προς στιγμήν, αλλά μόνον προς στιγμήν, μίαν παρόρμησιν να μεταβή πάραυτα εις τον θάλαμόν του, διά να δοκιμάση να συνεχίση εκεί ένα ποιητικόν γραπτόν εις πρόζαν, εν κείμενον εντόνως ερωτικόν, αλλ’ άσχετον με την Βεατρίκην, το οποίον είχε αρχίσει εις τας Αθήνας, προτού γνωρίση την ωραίαν κόρην, και του οποίου την τελείωσιν είχε διακόψει η αποτυχούσα περιπέτειά του. Υπακούων εις την στιγμιαίαν εσωτερικήν αυτήν παρώθησιν, ο Σπερχής κατηυθύνθη προς την κλίμακα της γέφυρας διά να κατέλθη. Όμως, πριν θέση τον πόδα του εις την πρώτην βαθμίδα, ενθυμηθείς πόσον μάταιαι υπήρξαν πολλαί παρόμοιαι πρόσφατοι απόπειραί του, εγκατέλειψε την κλίμακα και επανερχόμενος εις την γέφυραν, εξηκολούθησε εκεί τας μελαγχολικάς και αλγολαγνικάς του σκέψεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου