ΙΙΙ
Κυρά των Αμπελιών, πώς να κρατήσουμε στους ώμους μας τόσο ουρανό
πώς να κρατήσουμε τόση σιωπή μ' όλα τα μυστικά των δέντρων;
Ένα δελφίνι αστράφτοντας κόβει τη σιγαλιά τής θάλασσας
έτσι που το μαχαίρι κόβει το ψωμί πάνου στη τάβλα των ψαράδων
έτσι που η πρώτη αχτίνα κόβει τ' όνειρο.
Πέτρα στην πέτρα λάμπει ο δρόμος και πουλί με το πουλί ανεβαίνει η σκάλα
κι ο ήλιος, μισός στη θάλασσα, μισός στα ουράνια, λαμπαδιάζει
όπως το πορτοκάλι μες τη φούχτα σου κι όπως τ' αυτί σου κάτου απ' τα μαλλιά σου.
Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στο κόσμο
κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί την άγια σπάθα
είσαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι είσαι η Ελλάδα.
Όπως περνάς ανάμεσα στ' αραποσίτια σκίζοντας του αγέρα το μετάξι
ξανθές οι φούντες του καλαμποκιού σου τρίβονται στις αμασκάλες
σα να σου τρίβεται το νιόφυτο μουστάκι τού τσοπάνου
και κύμα-κύμα η ανατριχίλα χύνεται στα στάχυα
κ' ήχο τον ήχο τα πλατάνια γέρνουνε στις κρήνες
κ' είναι γύρω τριγύρω τα βουνά σαν τα σταμνιά που καρτεράνε να γεμίσουν.
Κυρά των Αμπελιών πάνου στα στήθια μας αντιφεγγίζει η όψη σου
όπως φωτάει ένα άσπρο σύγνεφο τα δασωμένα βουνοπλάγια
και το ποτάμι σ' ακολουθάει σαν ήρεμο λιοντάρι
όταν μοιράζεις τις αχτίνες στα νερόκλαδα
όταν μοιράζεις στους βοσκούς μπαρούτι και τραγούδι
και σε φωνάζουν αδελφή τ' άλογα και τα προβατάκια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου