...
Όλη μέρα
περιμένω τη νύχτα μήπως οι ίσκιοι μου αφομοιωθούν απ' το σκοτάδι
για να μπορέσω να πιάνω λιγότερο χώρο, να κλειστώ στον πυρήνα μου,
να 'μαι σαν ένας κόκκος στάρι μες στο χώμα. Δεν τα καταφέρνω.
Οι σκιές μου δεν απορροφιούνται απ' το σκοτάδι∙ αντίθετα μάλιστα
κυριεύουν ολόκληρη τη νύχτα. Και τότε
διευρύνομαι μαζί τους κ' εγώ, απορημένη, βουβή, βυθισμένη,
μ' όλη την επιφάνειά μου τανυσμένη απ' την πυκνότητα του βάθους, ενώ
γυμνή η επιθυμία μου, στίλβουσα, ολόλευκη, επιπλέει
επάνω στο σκοτάδι σαν πνιγμένη γυναίκα με κοιλιά τυμπανισμένη,
με διογκωμένο αιδοίο — μια γυναίκα με μάτια κλεισμένα, φωτισμένη απ' το φεγγάρι —
όχι πνιγμένη, απλώς επιπλέουσα ανάσκελα — μια έγκυος γυναίκα.
Και να ξανά να περιμένω πώς και πώς τη μέρα, να λαλήσουν
οι πετεινοί στους φράχτες, ν' ακουστούν έξω στο δρόμο
τα βήματα του τροχιστή, του αγγειοπλάστη, του πλανόδιου μανάβη, του ιχθυοπώλη,
οι χτύποι των σφυριών στα μαρμαράδικα ή στα ξυλουργεία, να ξεχωρίσουν
μια-μια οι σκιές μου για να μοιραστώ τις σκιές μου, να μην είμαι μόνη με μόνη.
Δεν τις αντέχω αυτές τις νύχτες τής άνοιξης. Οι ατμοί ανεβαίνουν απ' τη γη, πυκνώνουν,
σε πιέζουν μαλακά-μαλακά, σάρκα με σάρκα. Ένα φρικίασμα
διατρέχει τον αέρα, περνάει απ' τη μια κάμαρα στην άλλη εισδύει
στο τρίτο δωμάτιο, το ρόδινο, εκεί πού κοιμάσαι. Οι οπλές των άλογων
χτυπούν στον υπαίθριο σταύλο∙ — ίσως κ' εκείνο
το ολόλευκο άλογο που σου 'λεγα — τώρα κουτσό (δε διακρίνω τέταρτο χτύπο) —
τι λόγια αποσιωπημένα ακούγονται, τι κραυγές κρατημένες,
ήχοι από αυλούς, κιθάρες, άστρα. Ένα μονό κουπί στο νερό — αυτό που με σκάβει
σε ισόχρονα διαστήματα, ως το σπασμό τής ηδονής και πιο πέρα
ως τον καινούργιο σπασμό και τον άλλον — ανεξάντλητος.
Και τα σεντόνια μουσκεμένα από νερά χλιαρά, σπέρμα κ' ιδρώτα,
και τα φορέματα, τα εσώρουχα, ριγμένα στο πάτωμα χάμω
και τ' άλλα μέσα στα σεντούκια ή στις ντουλάπες συσπασμένα να στάζουν, να στάζουν
μικρές σταλαματιές που αμέσως πήζουν, κρυσταλλώνουν, σταλαχτίτες, σταλαγμίτες
σε βαθιά σπήλαια μέσα μας — περίεργα γυάλινα δάση,
γυάλινα αγάλματα πουλιών, ανθρώπων, δέντρων, ζώων,
γυάλινα ερωτικά συμπλέγματα σε μιαν υπόγεια, πυρετική υγρασία.
Καμιά φορά περνάει συρτά μια πράσινη σαύρα από κει μέσα
με μάτια ξαφνικά μεγαλωμένα — καταπράσινα μάτια
αφήνοντας μιά πράσινη ανταύγεια στα υπόλευκα κρύσταλλα
στους κάθετους, θαμπούς, στενόμακρους καθρέφτες. Η σαύρα
παρατηρεί με αμήχανη έκσταση, με μια καχύποπτη προφύλαξη, και μένει
ασάλευτη, μαρμαρωμένη, χάνοντας το πράσινο χρώμα της. Άλλοτε πάλι
ένα έντομο μαύρο, στρογγυλό, ξετρυπώνει απροσδόκητα από κάπου
με τα φτερά του μαζεμένα κάτω απ' το σκληρό του κέλυφος ψαύει
με χίλια λεπτεπίλεπτα πόδια τη γλιστερή επιφάνεια
δεν προχωρεί∙ στέκεται εκεί — ένα μαύρο μάτι
όχι τυφλού, — ένα μάτι βγαλμένο, αποκομμένο
απ' τα προσωπικά του νεύρα∙ — ένα μάτι
καμπύλο, πανεποπτικό.
Στέκεται, ορά, αποτρέπει — ένας κόμπος
όπως αυτός στο λαιμό, πού σ' εμποδίζει να μιλήσεις,
πού σ' εμποδίζει και να δεις, — ένα κάτι
σαν καρδιακή συγκοπή∙ — κ' είναι το τέλος που βλέπει το τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου