Θε μου, πού πήγαν οι άνθρωποι; Πού πήγε η ευωδία
του νεανικού μου δέρματος κ' η θέρμη των ήλιων;
Φθίνω στο σπίτι των σκιών και λιώνω την καρδιά,
μια χρυσαλλίδα, στις χλωμές σελίδες των βιβλίων.
Η αγάπη, μάταια, κάποτε, με θλίψη μου γελά –
είμαι μακριά κι απ' τα γλυκά βλέμματα των οικείων.
Πάνω απ' της ρούγας τα σκυφτά χαμόσπιτα, ψηλά,
στο χρυσό δείλι, γράφομαι βαρύς κ' εξαίσιος κίων.
Κι όμως τα βράδια νοσταλγώ: στον ίσκιο ενός καλού
κι αγαπημένου φίλου αβρά να γείρω να ξεϊδρώσω
– ρόδο που φύτρωσε άγονα στην άμμο του γιαλού,
του βλέμματος να ρουφώ τη ζαφειρένια δρόσο.
Ν' ακούω κοντά μου μια καρδιά να πάλλει δυνατά,
ένας παλμός ν' ανθεί για με και να κρατώ ένα χέρι
στα λυπημένα χέρια μου, κι ο νους μου να κοιτά
τη λάμψη του στα μάτια ενός που δέχεται και χαίρει.
Νάχουν σκοπό και προορισμό της νιότης μου οι παλμοί,
στιλπνοί καρποί να δένονται σε πρόθυμα κλωνάρια
κι όχι, καθώς των ασκητών οι εσπερινοί ψαλμοί,
να πνίγονται σε σιωπηλά, πένθιμα σεμινάρια.
Κι όταν της νύχτας ο άνεμος την πόρτα μας βροντά
κ' έντρομος το γκρεμό παλιάς πληγής θ' αναθυμιέμαι,
να τον καλώ γοερά, κι αυτός γλυκά να μου απαντά,
κι αχνά χαμογελώντας του, πάλι ν' αποκοιμιέμαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου