Άκου, - δεν έπαψε ακόμη, δεν κουράστηκε. Ανυπόφορη,
μέσα σ' αυτή τη νύχτα την ελληνική - τόσο ζεστή, τόσο γαλήνια,
τόσο ανεξάρτητη από μάς κι αδιάφορη, επιτρέποντάς μας
μιαν άνεση - να 'μαστε μέσα της, να την κοιτάμε απ' τα μέσα
κι από μακριά ταυτόχρονα να βλέπουμε τη νύχτα
γυμνοί ως τις ελάχιστες φωνές των γρύλλων της,
ως τις ελάχιστες φρικιάσεις τού μαύρου δέρματός της.
Πώς να γινότανε να μέναμε ανεξάρτητοι κ' εμείς, με την ωραία
χαρά τής αδιαφορίας, της ανεξιθρησκίας, πέρα απ' τα πάντα,
μέσα στα πάντα, μέσα μας - μόνοι, ενωμένοι, αδέσμευτοι,
δίχως συγκρίσεις, ανταγωνισμούς, ελέγχους, δίχως
να μας μετράει ή όποια αναμονή κι απαίτηση των άλλων. Έτσι μόνο
να βλέπω το λουρί τού σανδάλου σου, που μου χωρίζει
το μεγάλο σου δάχτυλο, το άμεμπτο, προς μια δική μου θέση,
προς ένα χώρο μυστικό, δικό μου, πλάι στις ροδοδάφνες,
και τ' ασημένια φύλλα τής νύχτας να πέφτουν στον ώμο σου
κι ο ήχος τής κρήνης να περνάει ανεπαίσθητα κάτω απ' τα νύχια μας.
Άκου την, - η φωνή της τη σκεπάζει σα βαθύβουος θόλος
κ' είναι ή ίδια κρεμασμένη μέσα στη φωνή της
σα γλωσσίδι καμπάνας, και χτυπιέται και χτυπάει την καμπάνα,
ενώ δεν είναι μήτε σκόλη μήτε ξόδι, μόνο η άσπιλη ερημιά των βράχων
και κάτω η ταπεινή ησυχία τού κάμπου, υπογραμμίζοντας
αυτή την αδικαίωτη παραφορά, που γύρω της
σαλεύουν σαν αθώοι παιδικοί χαρταετοί τ' αναρίθμητα αστέρια
με το χάρτινο αείροο θρόισμα της μεγάλης ουράς τους.
Ας μακρύνουμε λίγο από δω, να μη μας φτάνει η φωνή τής γυναίκας
ας σταθούμε πιο κάτου - όχι στους τάφους των προγόνων
όχι σπονδές απόψε. Τα μαλλιά μου
δε θέλω να τα κόψω, - εδώ πάνω
συχνά σεργιάνισε το χέρι σου. Τι όμορφη νύχτα -
κάτι δικό μας, που μακραίνει, αποσπασμένο από μάς, και το ακούμε
σα σκοτεινό ποτάμι να πορεύεται κατά τη θάλασσα,
φέγγοντας πότε - πότε κάτω απ' τα κλαδιά, στο σπίθισμα των άστρων,
μέσα σε τούτο το δυναστικό, το ανήλεο καλοκαίρι,
με αδιόρατες παύσεις, στιγμιαίες, με τυχαία σκιρτήματα (ίσως κάποιος
να ρίχνει πέτρες στο ποτάμι) - αυτή η μικρή αναπήδηση
κι αστράφτουν χαμηλά τα τζάμια των αμπελουργών. Παράξενο,
μια ολόκληρη ζωή με ετοίμαζαν κ' ετοιμαζόμουνα γι' αυτό. Και τώρα,
μπροστά στην πύλη αυτή, νιώθω ολότελα ανέτοιμος -
τα δυο μαρμάρινα λιοντάρια - τάδες; - τιθασεύτηκαν,
αυτά, που ξεκίνησαν απ' τα παιδικά μας χρόνια τόσο ανένδοτα,
άγρια σχεδόν, με τη χαίτη ορθωμένη για ένα παράτολμο πήδημα,
κατακάθισαν πια συμβιβασμένα στις δυο επάνω γωνίες τής εξώθυρας
με τρίχωμα νεκρό, με μάτια απόντα, - δεν τρομάζουν κανένα, - με
μιαν έκφραση σκυλιών τιμωρημένων, κι ούτε μάλιστα θλιμμένων,
πιστών, τυφλών σκυλιών, χωρίς μνησικακία,
γλείφοντας πότε - πότε με τη γλώσσα τους το χλιαρό πέλμα τής νύχτας.
Ανέτοιμος, ναι - δεν το μπορώ μου λείπει η αναλογία
εκείνη η απαραίτητη με το τοπίο, την ώρα, με τα πράγματα
και με τα γεγονότα - όχι λιγοψυχία, - ανέτοιμος
μπροστά στο κατώφλι τής πράξης, ολότελα ξένος
μπροστά στον προορισμό που οι άλλοι μού έταξαν. Πώς γίνεται
οι άλλοι να ορίζουν λίγο - λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουν
κ' εμείς να το δεχόμαστε; Πώς γίνεται μ' ελάχιστα νήματα
κάποιων δικών μας στιγμών να μας υφαίνουν
ολόκληρο το χρόνο μας, τραχύ και σκοτεινόν, ριγμένον
σαν καλύπτρα απ' το κεφάλι ως τα πόδια μας, σκεπάζοντας
ολόκληρο το πρόσωπό μας και τα χέρια μας, όπου αποθέσανε
ένα άγνωστο μαχαίρι - ολότελα άγνωστο - και να φωτίζει
με τη σκληρή του λάμψη ένα τοπίο, όχι δικό μας, -
αυτό το γνωρίζω: όχι δικό μας. Και πώς γίνεται
να το αποδέχεται η δική μας μοίρα, ν' αποσύρεται
και να κοιτάει σαν ξένη εμάς τους ίδιους και την ξένη μοίρα μας,
μουγκή, αυστηρή, παραιτημένη, αμέτοχη,
ούτε με το ύφος καν μιας μεγαλοψυχίας ή στωικότητας,
χωρίς τουλάχιστο να εξαφανίζεται, χωρίς να πεθαίνει,
να μείνουμε έρμαιο έστω μιας αλλότριας μοίρας,
αλλά μιας μόνον - όχι δίβουλοι και μοιρασμένοι. Να την, που μένει
εκεί, σαν νυσταγμένη - το 'να της μάτι κλειστό και τ' άλλο διεσταλμένο,
αφήνοντάς μας να τη βλέπουμε που μας παρατηρεί και διακρίνει
το αιώνιο μας ταλάντεμα, χωρίς επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία.
Δυο έλξεις αντίρροπες μου φαίνεται ν' αντιστοιχούν στα δυο μας πόδια,
κ' η μια έλξη απομακρύνεται όλο πιο πολύ απ' την άλλη
φαρδαίνοντας το διασκελισμό μας ως τον διαμελισμό και το κεφάλι
είναι ένας κόμπος που κρατάει ακόμη το κομμένο τούτο σώμα,
ενώ, θαρρώ, τα πόδια είναι πλασμένα να μετακινούνται
ένα - ένα μόνο του, σ' ένα ρυθμό και τα δυο, σε μια κατεύθυνση,
στον κάμπο κάτω, δίπλα στα τσαμπιά των σταφυλιών, ως τον ορίζοντα
πέρα που ροδίζει,
μεταφέροντας ακέριο το σώμα μας - ή μήπως
γι' αυτόν τον μέγα, τρομερό διασκελισμό πλαστήκαμε
πάνω απ' τον άγνωστο γκρεμό, πάνω απ' τούς τάφους και τον τάφο μας;
Δεν ξέρω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου