Ἀντί Προλόγου
Ἦταν βράδυ. Δίπλα στό φτωχικό ἐκκλησάκι τῆς ἁγ. Ἄννας, στό ἀκόμη φτωχότερο κελλί του, ὁ ἀσκητής Γεννάδιος δίδασκε ἁπλᾶ καί χαριτωμένα τούς ἐπισκέπτες του: Τόν Μοναχό Θεοδόσιο (Δαμβακεράκη) ἀπό τό κοντινό Ἡσυχαστήριο τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου, ἕνα κατά σάρκα ἀδελφό του, κάποιους ἄλλους, τούς ὁποίους καί φιλοξένησε. Τήν νύκτα, «μέ τόν πρῶτο ὕπνο», ἀκούστηκαν ποδοβολητά καί μία φωνή - ἤρεμη στήν ἀρχή, ἄγρια στή συνέχεια - ἀκούστηκε νά τόν καλεῖ μέ τό ὄνομά του.
«Ποίοι εἶστε; - ρώτησε ὁ Γέροντας – τί θέλετε; Νά φύγετε».
Ἀκολούθησε σιωπή. Τό πρωϊ, μετά τήν Ἀκολουθία, ταπεινά ἐπιβεβαίωσε στούς ἐπισκέπτες του ὅσα εἶχαν ἀκούσει καί πρόσθεσε: «Εὐτυχῶς πού δέν μιλήσατε ἐσεῖς οἱ κοσμικοί, γιατί ὑπῆρχε περίπτωση νά ἔπαιρναν τήν φωνή σας. Ἐμᾶς τῶν Μοναχῶν δέν μποροῦν».Ἐπρόκειτο γιά μία «ἐπίσκεψη» πονηρῶν πνευμάτων.
Ἄλλοτε ἐμφανίσθηκε ὁ ἀντικείμενος στόν Γέροντα μέ ἀνθρώπινη μορφή.
«Πάτερ Γεννάδιε – τόν ρώτησε – γιατί κάθεσε καί μέ πολεμᾶς;»
«Γιατί, τί κακό σοῦ κάνω;» εἶπε ὁ Γέροντας.
«Νά διδάσκεις τούς ἀνθρώπους. Μή διδάσκεις».
«Μά οἱ ἄνθρωποι – εἶπε ὁ π. Γεννάδιος – διψοῦνε ἀπό διδασκαλία καί θέλουν νά ἀκοῦνε».
«Μή διδάσκεις – συνέχισε ὁ «ἐπισκέπτης» - ἐσύ εἶσαι ἀγράμματος. Ἐσύ δέν ξέρεις. Ἄς ἀκοῦνε τούς Δεσποτάδες, τούς παπάδες καί τούς θεολόγους. Ἐσύ νά μήν τούς λέγεις τίποτα».
«Μά θέλουν νά ἀκοῦν καί μένα - ὁμολόγησε ὁ Ἀσκητής – γιατί οἱ ἄνθρωποι διψοῦν νά ἀκούσουν διδασκαλία γιά τήν σωτηρία τους καί ἔχω εὐθύνη. Ὅποιος γνωρίζει τήν ἀλήθεια καί δέν τήν λέγει, κρύβει τόν Χριστό».
Στό ἄκουσμα τοῦ Παναγίου Ὀνόματος τοῦ Κυρίου, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου «πᾶν γόνυ κάμψη ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων καί πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται» (Φιλ. 2, 10 – 11), ὁ πονηρός ἐξαφανίσθηκε. Τόν «ζεμάτισε» θά πεῖ ἀργότερα ὁ Γέροντας χαμογελώντας ἀθῶα.
Ποιός ἦταν ὁ Γέροντας
Ὁ ὁποῖος εἶχε τέτοιες ἐμπειρίες πάλης μέ τόν ἐχθρό τῆς ἀνθρώπινης σωτηρίας;
Ὁ ὁποῖος μέ τρόπο ὑπερφυσικό, μυστικό, ἐξώκοσμο καί ὑπερκόσμιο, χωρίς νά κάνει χρήση ἀνθρωπίνου μεταφορικοῦ μέσου, βρέθηκε στό τραγικό ἀτύχημα στή Γεωργιούπολη Χανίων (1972, κατά τό ὁποῖο πνίγηκαν 21 μαθήτριες), ὅπως καί στή μακρυνή Ἀμερική, στό Ἐμφύλιο Πόλεμο στό Λίβανο καί στήν Ἰρακινο – Περσική σύρραξη;
Ὁ ὁποῖος σάν ὁ κοινοβιάτης μοναχός τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ, ἔπλευσε στή θάλασσα πάνω στό ράσο του (ἄλλος ὅσ. Ἰωάννης ὁ Ἐρημίτης ἤ ὅσ. Λαυρέντιος τῶν Μεγάρων);
Ὁ ὁποῖος – τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν - σάν ἄλλος Ἀπόστολος Παῦλος, «ἡρπάγη εἰς τόν παράδεισον καί ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β’ Κορ. 12, 4) καί σάν ἄλλος Εὐαγγελιστής Ἰωάννης εἶδε τήν λίμνη «τήν καιομένη ἐν πυρί καί θείῳ» (Ἀποκ. 21, 8);
Πρόκειται γιά ἕνα πολύτιμο πνευματικό κεφάλαιο τῆς Ὀρθοδοξίας, πού ἁγίασε καί ἀναδείχθηκε στά ὅρια τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Γιά ἕνα νεοφανῆ Ὅσιο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος διακόνησε τόν λαό τοῦ Θεοῦ μέ τά Ἁγιοπνευματικά χαρίσματα τῆς προοράσεως, τῆς διοράσεως καί τῆς προφητείας καί τό ἐμπράγματο κήρυγμα τῆς μετανοίας καί ἐπιστροφῆς.
Στίς σελίδες πού ἀκολουθοῦν, τίς μυρωμένες μέ τό ἄρωμα τῆς ἁγιότητος, περιγράφεται ὁ μακάριος π. Γεννάδιος, μέ βάση τίς πολύτιμες γι’ αὐτόν σημειώσεις τοῦ Στυλιανοῦ Παπαδογιαννάκη, Θεολόγου Καθηγητοῦ στό Ρέθυμνο, καθώς καί τίς μαρτυρίες ἄλλων ἀξιοπίστων προσώπων. «Ὁ ἐωρακώς μεμαρτύρηκε» (Ἰω. 19, 35) καί ἐμεῖς λαμβάνουμε τήν μαρτυρία του καί ταπεινά τήν καταθέτουμε ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίας πρός «δόξαν Θεοῦ» (Ἰω. 12, 42), πρός τό παρόν μέσῳ τοῦ Διαδυκτίου, εὐχόμενοι μελλοντικῶς καί διά τοῦ τύπου.
Ἡ παιδική ἡλικία τοῦ μακαρίου Γέροντος
Ὁ μετέπειτα ἀσκητής τῶν Ἀκουμίων γ. Γεννάδιος, κατά κόσμον Ἰωάννης Τζεκάκης, γεννήθηκε τό 1887 στό χωριό Ἀκτοῦντα, τῆς ἐπαρχίας Ἁγίου Βασιλείου τοῦ νομοῦ Ρεθύμνης. Οἱ γονεῖς το Ἐμμανουήλ καί Αἰκατερίνη ἦσαν πτωχοί γεωργοί, εὐσεβεῖς Χριστιανοί χωρικοί, ὑπερπολύτεκνοι μέ ὀκτώ παιδιά. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης μεγάλωσε μέ συντρόφους τήν στέρηση, τήν φτώχεια καί τήν σκληρή ἐργασία. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Θεός τόν προετοίμασε γιά τήν μελλοντική του ἀσκητική ζωή, τῆς θεληματικῆς ἐκκοπῆς τῶν ματαίων γηϊνων ἀπολαύσεων.
Ἡ φτώχεια δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά μάθει γράμματα, μόλις πού τέλειωσε τήν Β’ τάξη τοῦ τότε Δημοτικοῦ Σχολείου καί πῆγε «φαμέγιος» (ὑπηρέτης) σέ μία Χριστιανική οἰκογένεια στόν Πρινέ Ρεθύμνης, ὅπου ἔβοσκε πρόβατα. Ἀπό ἐκεῖ ἀναχώρησε γιά τό μοναστήρι τοῦ Κουδουμᾶ, σέ ἡλικία μόλις 14 ἐτῶν! Ἡ ἐπιλογή του αὐτή δέν ὑπαγορεύθηκε ἀπό τίς δύσκολες συνθῆκες τῆς ζωῆς του στόν κόσμο, τήν φτώχεια καί τήν ἀνασφάλεια τοῦ Χριστιανοῦ ραγιά κάτω ἀπό τήν κυριαρχεία τοῦ Ὀθωμανοῦ δυνάστη, ἀλλά ἀπό τήν ἔφεση τῆς ἁγνῆς ψυχῆς του πρός τήν μόνωση καί ἀπό τήν ἀγάπη του πρός τόν Θεό.
Θά πρέπει νά προστεθεῖ στά προηγούμενα ἕνα γεγονός τό ὁποῖο δείχνει, ὅτι ἦταν προορισμένος γιά τήν ἀσκητική παλαίστρα καί τήν ἁγιότητα, κατά τήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ τοῦ «ἀφορίσαντος (αὐτόν) ἐκ κοιλίας μητρός (αὐτοῦ)» (Γαλ. 1, 15). Ὅταν ἦταν μικρός, «ράβδιζε» κάποτε ἐλιές ἀνεβασμένος σέ ἕνα δέντρο, ἀπό τό ὁποῖο ἔπεσε ἀπό ἀπροσεξία του. Ἀκριβῶς ὅμως κάτω ἀπό τό δέντρο ὑπῆρχε ἕνα ρυάκι πού σχημάτιζε ἕνα βαθύ λάκκο γεμάτο νερό. Ἄν ἔπεφτε ἐκεῖ, ἀσφαλῶς θά ἐπνίγετο. Ὅμως, ἐνῶ ἔπεφτε ἀπό τό δέντρο, μία δύναμη ὑπερφυσική τόν ἄρπαξε ἀπό τό χέρι καί δέν τόν ἄφησε νά πέσει στό νερό!
Ὁ νεαρός Ἰωάννης ἔφυγε ἀπό τόν Πρινέ γιά τήν Μονή Κουδουμᾶ πεζός καί ξυπόλυτος. Στό δρόμο, κάπου μετά τό χωριό Μεγάλη Βρύση, ἕνας Σφακιανός καβαλλάρης τόν λυπήθηκε καί τόν πῆρε στό ἄλογό του μέχρι τό χωριό Βαγιωνιά. Ἀπό ἐκεῖ πάλι πεζός, ἀπό τραχύ καί δύσβατο μονοπάτι μέσα ἀπό τήν ὀροσειρά τῶν Ἀστερουσίων ἔφτασε στόν Κουδουμᾶ καί ἔθεσε τόν ἑαυτό του κάτω ἀπό τήν προστασία τῆς Παναγίας τῆς Κουδουμιανῆς καί τήν ὑπακοή τῶν Ὁσίων Γερόντων Παρθενίου καί Εὐμενίου, τῶν αὐταδέλφων.
Ἡ Μονή Κουδουμᾶ
Ἡ Θεομητορική Μονή Κουδουμᾶ κατέχει σημαντική θέση μεταξύ τῶν ἱστορικῶν μονῶν τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Βρίσκεται στή νότια πλευρά τῶν Ἀστερουσίων Ὀρέων, κάτω ἀκριβῶς ἀπό τήν ψηλότερη κορυφή τους, τόν Κόφινα (1. 231 μ.). Ἡ περιοχή τῆς μονῆς, ἐρημική καί ἀπρόσιτη (μόλις πρίν λίγα χρόνια ἕνας χωματόδρομος ἀντικατέστησε τό ὀρεινό μονοπάτι), διατηρεῖ τό μοναδικό δάσος πεύκων τῶν Ἀστερουσίων, ἀφοῦ κατά τήν Τουρκουκρατία καί αὐτά - ὅπως καί τά ἄλλα Κρητικά βουνά - ἦσαν καταφύγιο ἐπαναστατῶν καί οἱ κατακτητές γιά νά τούς ἐξουδετερρώσουν ἔκαιγαν τά δάση, γιά στερήσουν ἀπό τούς «χαϊνιδες» τήν φυσική τους κάλυψη.
Τό ἔτος ἱδρύσεως τῆς μονῆς δέν μπορεῖ νά ὑπολογιστεῖ, ἀφοῦ δέν σώθηκαν οἰκοδομικά λείψανα ἤ γραπτά μνημεῖα. Ἡ νεώτερη πάντως περίοδος τῆς ἱστορίας της ἀρχίζει τό 1879 μέ τήν ἐγκατάσταση ἐκεῖ τῶν Ὁσίων αὐταδέλφων Παρθενίου καί Εὐμενίου, οἱ ὁποῖοι τήν ἀνακαίνισαν «ἐκ βάθρων». Τήν ἐρρειπωμένη μονή «ἀνακάλυψε» ὁ ὅσ. Παρθένιος, ὁ ὁποῖος μάλιστα κλήθηκε ἀπό τήν Παναγία νά μείνει ἐκεῖ καί νά ἐλπίζει στή βοήθειά Της. Ὅταν κατά τήν διάρκεια οἰκοδομικῶν ἐργασιῶν βρέθηκε μέσα σε ξεροπήγαδο ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Κουδουμιανῆς ἤ Πλακίωτισσας, οἱ Ὅσιοι Γέροντες πείσθηκαν γιά τήν Θεομητορική βοήθεια καί δημιούργησαν ἀδελφότητα. Ὁ ἀρχικά σπηλαιώδης ναός τῆς μονῆς διαμορφώθηκε σέ ρυθμό Βυζαντινό καί ἐγκαινιάσθηκε τό 1894 ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Λάμπης καί Σφακίων Εὐμένιο.
Σύμφωνα μέ τήν ἐπικρατέστερη ἄποψη ἡ μονή πῆρε τό ὄνομά της ἀπό ἕνα δέντρο τό ὁποῖο φύεται στήν περιοχή καί στήν τοπική διάλεκτο ὀνομάζεται «κουδουμουλιᾶ», οἱ δέ καρποί του «κούδουμα».
Στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰ. ἡ μονή εἶχε 120 μοναχούς καί δοκίμους καί σημαντική κτηματική περιουσία στόν κάμπο τῆς Μεσαρᾶς (τό μετόχι τοῦ ἁγ. Νικολάου, κ.ἄ.). Ἀργότερα τά κτήματα τῆς μονῆς δόθηκαν γιά ἀποκατάσταση ἀκτημόνων καί προσφύγων.
Κατά τήν διάρκεια τῆς Γερμανικῆς κατοχῆς ἡ μονή πρόσφερε μεγάλες ὑπηρεσίες στήν Ἀντίσταση, λόγῳ τῆς γεωγραφικῆς της θέσεως, κυρίως μέ τήν φυγάδευση Ἑλλήνων καί συμμάχων στρατιωτικῶν στή Μέση Ἀνατολή. Μαρτυρεῖται μάλιστα καί θαυματουργική ἐπέμβαση τῆς Παναγίας, ἡ Ὁποία ράπισε Γερμανό ἀξιωματικό πού τόλμησε νά κοιμηθεῖ πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ!
Εἶναι ἄξιο ἀναφορᾶς, ὅτι τό 1924 ἡ μεγάλη ἀδελφότητα τῆς μονῆς δέν δέχτηκε τήν εἰσαγωγή τῆς Παπικῆς καινοτομίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ἀλλά παρέμεινε πιστή στήν ἑορτολογική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Μάλιστα ἡ ἀγρυπνία τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τό 1937 – κατά τήν ὁποία ὁ Θεός παραχώρησε τό μεγάλο θαῦμα τῆς Δ’ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τήν δεύτερη αὐτή «θεόθεν βεβαίωση» τῆς ἱερότητος τοῦ ἀγῶνος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων – εἶχε ὀργανωθεῖ «ἀπό τούς αὐστηρούς καί ἀσκητικούς Γεροντάδες τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ» (Περιοδικό «Τά Πάτρια»).
Ἀκόμη, ὁ ζηλωτής τῶν πατρώων παραδόσεων μακαριστός Ἱερεύς π. Κωνσταντίνος Σπυριδάκης ἀπό τό χωριό Ἀσῆμι Μονοφατσίου (+ 1962), ὑπῆρξε μαθητής τῶν Ὁσίων Γερόντων. Τό ἔτος 1889 ἐπισκέφθηκε τό χωριό του ὁ ὅσ. Παρθένιος, γιά νά μάθει τόν μικρό Ἐμμανουήλ (αὐτό ἦταν τό κοσμικό ὄνομα τοῦ π. Κωνσταντίνου), νά φροντίζει μελίσσια. Κάποια στιγμή ὁ Γέροντας εἶπε στόν μικρό:
«Μανωλάκι, παδιί μου, νά σοῦ πῶ μία παραγγελιά;»
«Νά μοῦ πεῖς, Γέροντα, νά μοῦ πεῖς», ἀποκρίθηκε ὁ μικρός.
«Μία αἵρεσις, παιδί μου, θά ἔλθει στήν Ἐκκλησία μας καί δέν θά εἶναι ἀρεστή στό Θεό. Καί σύ πού θἆσαι τότε Ἱερέας νά μήν τήν δεχθεῖς. Νά μήν τήν δεχθεῖς, παιδί μου».
«Ὄχι, Γέροντα – εἶπε ὁ μετέπειτα ἀγωνιστής κληρικός – δέν θά τήν δεχθῶ, στό ὑπόσχομαι». Καί μέ τόν παιδικό του ἐνθουσιασμό πρόσθεσε: «Καί νά μέ κρεμάσουν ἀκόμα δέν θά τήν δεχθῶ»!
Ἔπειτα ρώτησε τόν Ὅσ. Παρθένιο: «Πότε θά γίνει αὐτό Γέροντα;»
«Μά, ἀπό σήμερα, παιδί μου, ἡ πρώτη πού θά φέρει ἀναταραχή στήν Ἐκκλησία, αὐτή θά εἶναι».
Τό 1924 ὁ Ἐμμανουήλ ἦταν Ἱερεύς μέ τό ὄνομα Κωνσταντίνος, ἐφημέριος στό χωριό του. Ἦρθε ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, υἱοθετήθηκε ἡ Παπική καινοτομία τοῦ Νέου Ἡμερολογίου γιά τήν προώθησή της καί ἦρθε ἀναταραχή στήν Ἐκκλησία καί διχάσθηκε ὁ ἁπλός λαός. Ὁ παπά - Κωστῆς ὅμως, ὁ πάμπτωχος μέ τά ἑπτά παιδιά, κράτησε τήν ὑπόσχεσή του πρός τόν ὅσ. Παρθένιο καί δέν ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ἑορτολογική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, παρά τίς δελεαστικές προτάσεις, ἀλλά καί τούς διωγμούς, ἀπό τούς ἐπιχώριους Ἐπισκόπους Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Βασίλειο Μαρκάκη καί Εὐγένιο Ψαλιδάκη. (Βλ. σχετικά Περιοδικό «Τά Πάτρια», τ. 6ος, σελ. 102 – 106).
Τήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ διέλυσε τό 1945, λόγῳ τῆς ἐμμονῆς της στήν Γνησία Ὀρθοδοξία, ὁ Ἐπίσκοπος Γορτύνης καί Ἀρκαδίας καί μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης Εὐγένιος Ψαλιδάκης. Τότε κάποιοι ἀπό τούς μοναχούς της βρῆκαν καταφύγιο στήν Ἱ. Μ. Μεταμ. Σωτῆρος Κουβαρᾶ Ἀττικῆς, τοῦ Κρητός Ὁμολογητοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας Ἐπισκόπου Βρεσθένης Ματθαίου (Καρπαθάκη, ἔπειτα Ἀρχιεπισκόπου Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν, + 1950).
Ἡ Μονή Κουδουμᾶ πανηγυρίζει τήν 15η Αὐγούστου καί συγκεντρώνει μεγάλο ἀριθμό προσκυνητῶν ἀπ’ ὅλη τήν Κρήτη, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται νά προσκυνήσουν τήν θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας καί τά χαριτόβρυτα Λείψανα τῶν Ὁσίων Γερόντων Παρθενίου καί Εὐμενίου, πολλοί μάλιστα παραμένουν ἐργαζόμενοι γιά τό μοναστῆρι.
Οἱ Ὅσιοι Παρθένιος καί Εὐμένιος
Ὅταν ὁ νεαρός Ἰωάννης (ἔπειτα ὅσ. Γεννάδιος), ἔφθασε στή Μονή Κουδουμᾶ, Ἡγούμενος ἦταν ὁ ὅσ. Παρθένιος καί ἐφημέριος ὁ κατά σάρκα ἀδελφός του Ἱερομόναχος ὅσ. Εὐμένιος. Εἶχαν γεννηθεῖ στό χωριό Πιτσίδια Ἡρακλείου, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς Χριστιανούς, τόν Χαρίτωνα καί τήν Μαρία Χαριτάκη. Ὁ ὅσ. Παρθένιος (κατά κόσμον Νικόλαος), γεννήθηκε τό 1829 καί ὁ ὅσ. Εὐμένιος (κατά κόσμον Ἐμμανουήλ) τό 1835.
Στήν τότε Τουρκοκρατούμενη Κρήτη λίγα γράμματα ἔμαθε μόνον ὁ Ἐμμανουήλ, ἐνῶ ὁ Νικόλαος ἔγινε βοσκός. Ἡ μετέπειτα ζωή τους ἀπέδειξε, ὅτι ἦσαν - ἰδίως ὁ Νικόλαος – «ἀφορισμένοι ἐκ κοιλίας μητρός» (Γαλ. 1, 15). «Πρῶτο θαῦμα στή ζωή τῶν πολλῶν θαυμάτων – χαρακτηρίζει ὁ Μητροπολίτης Γορτύνης καί Ἀρκαδίας (Ν. Ε.) Τιμόθεος – τήν διάσωσή του ἀπό πνιγμό ἤ τραυματισμό, ὅταν ἔπεσε σ’ ἕνα βαθύ πηγάδι τῆς περιοχῆς, ἀπ’ ὅπου τόν ἔβγαλαν ἀπολύτως ὑγιῆ οἱ ἔντρομοι χωρικοί» (βλ. γενικά Μητροπ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Τιμοθέου, «Ἡ Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ καί Παρθένιος ὁ σύγχρονος Ἅγιος»).
Ἕνα ἄλλο θαυμαστό γεγονός, σχετικό μέ τό προορατικό χάρισμα τοῦ μετέπειτα ὁσίου Ἡγουμένου Παρθενίου, ἀφορᾶ τήν διάσωσή του ἀπό βέβαιο πνιγμό στή θάλασσα, τό 1852, ὅταν ναυάγησε τό καϊκι στό ὁποῖο ἐπέβαινε.
Πρῶτος ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο ὁ Νικόλαος, τό 1856, στήν ἱστορική μονή τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου τῶν Ἀπεζανῶν. Τό ἑπόμενο ἔτος 1857 τόν ἀκολούθησε καί ὁ Ἐμμανουήλ. Προηγουμένως, ὅπως διέσωσε ἡ τοπική παράδοση, οἱ δύο νέοι προσπάθησαν νά πείσουν τήν μητέρα τους νά τούς δώσει τήν εὐχή της νά μονάσουν. Ὁ Στυλιανός Παπαδογιαννάκης (Θεολόγος Καθηγητής στό Ρέθυμνο), περιγράφει ἐναργέστατα τό θαυμαστό γεγονός τό ὁποῖο παραχώρησε ὁ Θεός γιά νά πειστεῖ ἡ μητέρα.
«Ἡ μητέρα – γράφει στίς σημειώσεις του γιά τόν ὅσ. Γεννάδιο - μία ἡμέρα ἤθελε νά ζυμώσει ψωμί καί νά τό ψήσει εἰς τόν φοῦρνο. Ἐστενοχωρεῖτο ὅμως διότι δεν εἶχε ξύλα νά τόν κάψει καί ἦταν δύσκολο ἐκείνη τήν ἡμέρα νά μαζέψει. Ὁ Παρθένιος τότε τῆς λέγει: «Ζύμωσε, μητέρα, καί θά εὑρεθοῦν καί τά ξύλα». Ζυμώνει ἡ μητέρα, πλάθει τό ψωμί καί ἔρχεται ὥρα διά τό ἄναμα τοῦ φούρνου. Δέν βλέπει ξύλα. Σκέπτεται, ὅτι θά χάσει τό ψωμί καί εἶναι γεμάτη ἀγωνία. «Ξεσκέπασε τόν φοῦρνο, μητέρα – λέγει ὁ Παρθένιος – καί βάλε τό ψωμί». Ἡ μητέρα ὑπακούει καί ἐκτελεῖ. Ὁ Παρθένιος κατόπιν σταυρώνει τόν φοῦρνο καί μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ τό ψωμί ψήθηκε χωρίς ξύλα. Συγκινημένη καί δακρυσμένη λέγει τότε ἡ μητέρα: «Παιδιά μου, δέν εἶμαι ἄξια νέ μένετε στό σπίτι μου. Πρέπει νά φύγετε καί ὅπου σᾶς φωτίσει ὁ Θεός πηγαίνετε». Ἔφυγαν τότε καί πῆγαν στό μοναστήρι καί ἁγίασαν.
Στή Μονή Ἀπεζανῶν οἱ νεαροί ἀδελφοί δοκιμάσθηκαν δύο χρόνια. Τό 1858 ἀναχώρησαν γιά τήν Μονή Ὁδηγητρίας (στήν ἐπαρχία Καινουργίου), ὅπου τό 1864, μετά ἀπό δοκιμασία ἕξι ἐτῶν ἔγιναν ρασοφόροι. Τό 1866, κατά τήν μεγάλη ἐπανάσταση τῶν Κρητῶν κατά τῶν Τούρκων, ζήτησαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν Ἡγούμενο Γεράσιμο Μανιδάκη τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα.
Γιά περισσότερη ἡσυχία οἱ εὐλογημένοι αὐτάδελφοι ἐγκαταβίωσαν σέ ἐξάρτημα τῆς μονῆς, στό περίφημο Ἡσυχαστήριο τοῦ Μάρτσαλλου, ὅπου ἀσκήθηκαν περισσότερο ἀπό δέκα χρόνια. Ἡ διαμονή «ὑπό τήν σκέπην τῆς Παναγίας τοῦ Μάρτσαλλου» διακόπηκε, ὅταν οἱ ἀσκούμενοι «ἀπεφάσισαν – κατά τόν Μητροπ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας (Ν. Ε. ) Κύριλλο – νά τόν ἐγκαταλείψουν καί νά ἀναζητήσουν ἕτερον ἡσυχαστήριον, ἐπειδή οἱ ἐν Ὁδηγητρίᾳ ἀδελφοί ἦσαν ὀλίγοι καί συχνότατα ἀνεκάλουν τούς δύο ἀδελφούς πρός ἐργασίαν εἰς τήν Μονήν, διαταράττοντες οὔτω τήν ἡσυχίαν αὐτῶν» (Βλ. Μητροπ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Κυρίλλου, Συναξάριο τῶν Ὁσίων στό «Κρητικό Λειμωνάριο», σελ. 449).
Οἱ Ὅσιοι ἐγκατέλειψαν τόν Μάρτσαλλο τό 1878 καί κινήθηκαν ἀνατολικά, ἀναζητῶντας νέο τόπο καταφυγῆς. Τό 1879 ὁ ὅσ. Παρθένιος ἔφθασε στά ἐρρείπια τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μέ ἐμφάνισή Της τόν κάλεσε νά μείνει ἐκεῖ καί νά ἐλπίζει στή βοήθειά Της. Μετά τίς ἀπαραίτητες οἰκοδομικές ἐργασίες οἱ Γέροντες ὀργάνωσαν τό νέο μοναστήρι σύμφωνα μέ τό κοινοβιακό σύστημα. Θεσπίσθηκε τό ἄβατο γιά ὅλους τούς λαϊκούς, ἀπαγορεύθηκε ἡ κρεοφαγία καί τηρήθηκε ἐπόλυτη ὑπακοή.
«Εἴχαμε αὐστηρό Γέροντα - ἔλεγε συχνά ὁ ὅσ. Γεννάδιος - ὁ ὁποῖος συχνά μᾶς ὑπενθύμιζε: «Ὅποιος θέλει νά κάνει τό δικό του θέλημα, νά φύγει, δέν εἶναι γιά τό μοναστήρι. Ἐδῶ χρειάζεται ὑπακοή. Θά γίνεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὅ,τι θέλει ὁ καθένας».
Ὁ ὅσ. Παρθένιος κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 5η Σεπτεμβρίου 1905, μετά ἀπό ἀσκητική ζωή 49 ἐτῶν, μέ φανερά τά δείγματα τῆς ἁγιότητος καί τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς προοράσεως καί τῶν ἰαμάτων. Τόν διαδέχθηκε ὁ κατά σάρκα ἀδελφός του ὅσ. Εὐμένιος, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 12η Σεπτεμβρίου 1920, μετά ἀπό μοναχική ζωή 63 ἐτῶν. Τά χαριτόβρυτα Λείψανά τους φυλάσσονται σήμερα στή Μονή Κουδουμᾶ καί ἐκεῖ δέχονται τόν εὐλαβικό ἀσπασμό τῶν προσκυνητῶν. (Μία τῶν πλευρῶν τοῦ ὁσ. Παρθενίου φυλάσσεται στό Παρεκκλήσιο τῆς ὁσ. Ξένης τῆς διά Χριστόν Σαλῆς, στή Μάνδρα Ἀττικῆς).
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται τοπικά τήν 10η Ίουλίου, ἡμέρα ἐγκαινίων τοῦ πρώτου πρός τιμήν τους ναοῦ, πού ἀναγέρθηκε στό χῶρο τῆς μονῆς τους.
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος ὡς κοινοβιάτης μοναχός
Οἱ Ὅσιοι Παρθένιος καί Εὐμένιος δέχθηκαν τόν νεαρό Ἰωάννη μέ ἰδιαίτερη ἀγάπη καί ἀνέθεσαν στήν πνευματική του καλλιέργεια στόν Γέροντα Βασίλειο. Ὁ ἔμπειρος Γέροντας προσπάθησε νά ἐξακριβώσει μέ ἀκρίβεια τίς προθέσεις τοῦ νεαροῦ δοκίμου.
«Γιατί ἦρθες ἐδῶ;» τόν ρώτησε. «Ἦρθα νά γίνω μοναχός, νά σώσω τήν ψυχή μου», ἀπάντησε ὁ Ἰωάννης.
«Εἶναι δύσκολο - πρόσθεσε ὁ Γέροντας – χρειάζονται πολλοί καί σκληροί ἀγῶνες. Εἶναι βαρειά ἡ καλογερική, ὅπως λένε. Θά μπορέσεις;»
«Μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ», ἀπάντησε ὁ Ἰωάννης.
Ἡ ἀπάντηση ἦταν ὤριμη καί ἱκανοποίησε τόν πνευματικό του ὁδηγό.
Ἡ πρώτη του διακονία στό μοναστήρι ἦταν νά βόσκει πρόβατα. Στό μεταξύ ὁ Γέροντά του κοιμήθηκε (πιθανῶς τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1902) καί τόν ἀνέλαβε προσωπικά ὁ ὅσ. Παρθένιος, ὁ ὁποῖος μετά τήν προβλεπόμενη διαδικασία τόν χειροθέτησε Μεγαλόσχημο Μοναχό.
Στήν κοινοβιακή ζωή ὁ μοναχός πλέον Γεννάδιος, ἀσκήθηκε κυρίως στήν ἀρετή τῆς ἀδιάκριτης ὑπακοῆς. «Ἔβλεπα τά ἀμύγδαλα, τά σύκα, τά σταφύλια - ἔλεγε ἀργότερα – καί τά λαχταροῦσα. Καιγόμουν ἀπό τήν ἐπιθυμία νά φάγω, ἀλλά σεβόμουν τόν Γέροντα καί δέν ἔτρωγα κρυφά, γιά νά μήν πέσω στήν παρακοή καί τήν λαθροφαγία».
Ἀργότερα ἀνέλαβε τήν διακονία τοῦ μαγείρου καί μέσα ἀπό αὐτήν διοχέτευε στούς ἀδελφούς τήν φλογερή ἀγάπη τῆς ἁγνῆς του καί ἁπλοϊκῆς καρδιᾶς.
Τό πνευματικό ἐπίπεδο τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ, παρά τόν μεγάλο ἀριθμό τῶν μοναχῶν της, ἦταν ἀνάλογο ἐκείνου τῶν ὁσίων ἱδρυτῶν της. Ὁ Μητροπ. Ρεθύμνης (Ν.Ε.) Τίτος Συλλιγραδάκης μνημονεύει τόν ὅσ. Γεράσιμο ἀπό τό χωριό Μουρνέ Ἁγίου Βασιλείου, τοῦ ὁποίου «ἔθεσαν Λείψανα εἰς τά ἐγκαίνια τῆς ἁγίας τραπέζης τοῦ νέου ναοῦ» (Μητροπ. Ρεθύμνης Τίτου Συλλιγραδάκη, «Κρῆτες Ἅγιοι», σελ. 227).
Ὁ ἴδιος ὁ ὅσ. Γεννάδιος διηγεῖτο, ὅτι «ἄλλος ἀσκητής τοῦ Κουδουμᾶ, ἐπερνοῦσε ξυπόλυτος ἀπό ἕνα χωριό, πού τότε οἱ γυναῖκες ἔβγαζαν τόν ψωμί ἀπό τόν φούρνο. Ζήτησε ψωμί καί πρόθυμα οἱ εὐσεβεῖς γυναῖκες τοῦ πρόσφεραν. Φεύγοντας ὁ μοναχός ἄφησε μία σπάνια εὐωδία, πού μ’ ἔκπληξη αἰσθάνθηκαν οἱ γυναῖκες. Δεῖγμα τοῦτο ἀσφαλῶς τῆς χάριτος καί ἁγιότητος τοῦ μοναχοῦ».
Ἀκόμη, σύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ ἰδίου τοῦ ὁσ. Γενναδίου, ἀλλά καί κατοίκων τῶν Καπετανιανῶν, ζοῦσε μέχρι καί μετά τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ἕνας τουλάχιστον ὑπεραιωνόβιος ἀσκητής στήν περιοχή, χωρίς μόνιμο τρόπο διαμονῆς. Τόν ἀσκητή αὐτό εἶχε κατ’ ἐπανάληψη ἀναζητήσει ὁ ὅσ. Γεννάδιος, «ὁ μοναχός ὅμως, φωτιζόμενος ἀπό τόν Θεό, ἔφευγε καί ἐπήγαινε σέ ἄλλο μέρος. Ὕστερα ἀπό πολλές προσπάθειες, μή ἐπιτυγχάνοντας τοῦ σκοποῦ του, ἐγκατέλειψε τήν προσπάθεια αὐτή πιστεύοντας, ὅτι δέν ἦταν θέλημα Θεοῦ ἡ συνάντησις, γιά τήν ἀναξιότητά του».
Στό μοναστήρι ὁ ὅσ. Γεννάδιος μέ τόν ἀγῶνα του ἔφθασε σέ ὕψος ἀρετῆς καί ἁγιότητος καί ὁ Θεός παραχώρησε ἕνα ἐξαίσιο θαῦμα, γιά νά κάνει γνωστή τήν ἀρετή τοῦ δούλου Του. «Ἔπρεπε νά κάνουν ὁλονυκτία ἐκεῖ κοντά – σημειώνει ὁ Στυλ. Παπαδογιαννάκης ἀπό προσωπική ἐξομολόγηση τοῦ Γέροντα - ἔχοντες ὡς μεταφορικό μέσο μία βάρκα. Ὅμως, ἀφοῦ συμπληρώθηκε ἡ βάρκα, ἀνεχώρησε καί ἄφησε τόν γ. Γεννάδιο ἔξω. Ἐκεῖνος πολύ λυπήθηκε, βαρέως - ὅπως λέγεται - ἔφερε τό πράγμα. Ἔκανε, λοιπόν, τόν σταυρό του, ἔβαλε τό ράσο του στό νερό, κάθησε πάνω του καί ἔφθασε στόν προορισμό του ἐνωρίτερον ἀπό τήν βάρκα. Ὅταν ἔφθασε ἡ βάρκα καί οἱ ἄνθρωποι τόν εἶδαν εἰς τήν ἐκκλησίαν, ἐνῶ τόν ἄφησαν ὀπίσω τους καί ἐθαύμασαν»!
Παρόμοια θαυμαστά περιστατικά ἀναφέρονται στούς βίους τῶν Ὁσίων Ἰωάννου τοῦ Ἐρημίτου (ἑνός τῶν Ὁσίων 99 Πετάρων Κρήτης) καί Λαυρεντίου τοῦ Μεγαρέως (ἀνακαινιστοῦ τῆς Ἱ. Μ. Φανερωμένης Σαλαμῖνος).
Σέ κάποιο ἄλλο περιστατικό, ἡ βοήθεια τῆς Παναγίας στόν ὅσ. Γεννάδιο ὑπῆρξε ὀφθαλμοφανής. Στήν παραλία τοῦ μοναστηριοῦ ὑπῆρχε ἕνας ἀπόκρημνος καί ἐπικίνδυνος βράχος. Ἐπειδή στό παρελθόν καί ἄλλοι μοναχοί εἶχαν ἀνέβει, γιά νά θαυμάσουν τήν θέα τῆς θάλασσας, θεώρησε καλό νά ἀνέβει μία ἡμέρα καί ὁ ὅσ. Γεννάδιος. Ἔμεινε λίγο στό βράχο, προσευχήθηκε καί ἔπειτα δοκίμασε νά κατεβεῖ. Τό κατέβασμα ὅμως ἦταν πολύ δύσκολο, ἄρχισε νά ζαλίζεται καί τό σῶμα του νά γκρεμίζεται στό κενό. Ἄρχισε νά ἀνησυχεῖ καί νά ἀγωνιᾶ. «Ποιός μοῦ εἶπε νά ἀνεβῶ - μονολογοῦσε – ποιος θά μέ βοηθήσει νά κατεβῶ;» Στή δυσκολία του θυμήθηκε τήν ἀγαπημένη του Παναγία καί ἄρχισε νά προσεύχεται ἐκφώνως: «Παναγία μου, βοήθησέ με νά κατεβῶ καί νά διαβάσω μία Παράκληση στή χάρη Σου». Ἡ Κυρία Θεοτόκος ἐπενέβη καί ὁ Γέροντας χωρίς νά καταλάβει πῶς βρέθηκε στή γῆ!
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος ἀναγκάστηκε νά ἀποχωρήσει ἀπό τήν Μονή Κουδουμᾶ περίπου τό 1918, μέ εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου ὁσ. Εὐμενίου, μετά ἀπό κοινοβιακή ζωή 17 περίπου ἐτῶν. Ὁ λόγος τῆς ἀποχωρήσεως ἦταν ἡ βλάβη τῆ ὑγείας του ἀπό τό κλῖμα τῆς περιοχῆς, ἴσως ὅμως καί ὁ φθόνος κάποιων μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἄντεχαν τήν ἐλεγκτική γιά τήν δική τους ἀμέλεια ὁσιακή του ζωή.
Ὁ Ὅσ. Γεννάδιος ὡς ἐρημίτης.
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος ἐπέστρεψε πίσω στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του καί πάλι πεζός. Μετά ἀπό πολλές ταλαιπωρίες ἔφτασε στό ἐξωκκλήσιο τῆς ἁγ. Ἄννας, στήν περιοχή Γιαλιά, τοῦ χωριοῦ Ἀκούμια. Ἡ περιοχή ἦταν ἡσυχαστική. Ἀπέχει ἀπό τό χωριό 12 περίπου χιλιόμετρα. Εἶναι μία κοιλάδα πού καταλήγει στή θάλασσα, στήν καταπληκτική παραλία τῆς Γιαλιᾶς, κατάφυτη ἀπό ἐλιές, χαρουπιές καί κυπαρίσα. Μέσα στήν κοιλάδα ὑπάρχει τό Ἡσυχαστήριο τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου (ὅπου ἔζησε ὁ μακαριστός Μοναχός Θεοδόσιος Δαμβακεράκης) καί πολλά ἐξωκκλήσια (ὅπως τοῦ ἁγ. Ἰωάννη, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῆς Παναγίας, τοῦ Προφήτη Ἡλία καί τοῦ Χριστοῦ. Στό τελευταῖο ὁ ὅσ. Γεννάδιος σκέφθηκε νά κατοικήσει ἀρχικά, ἐπειδή ὅμως τό νερό ἦταν μακρυά, δέν πραγματοποίησε τήν σκέψη του.
Δυτικά τῆς κοιλάδας ὑψώνεται τό βουνό Σεδέρωτας (ὑψομ. 1.170 μ.). Στήν πλαγιά τοῦ βουνοῦ, πρός τήν πλευρά τοῦ Λυβικοῦ Πελάγους, βρίσκεται τό ἐξωκκλήσιο τοῦ ἁγ. Ὀνουφρίου, κοντά σέ μία πηγή γάργαρου νεροῦ, μέ ἕναν μικρό καταράκτη. Κατά τήν τοπική παράδοση πρίν πολλά χρόνια, ἔζησε ἐκεῖ ἕνας ἅγιος μοναχός ὀνομαζόμενος Γεράσιμος. Ἡ φήμη του εἶχε ἀπλωθεῖ σέ ὅλη τήν Κρήτη. Ἔτσι κάποτε δύο ἄγνωστοι, μᾶλλον Σφακιανοί, ἐπειδή θεώρησαν ὅ,τι ὁ μοναχός μέ τήν δῆθεν εὐσέβειά του ζοῦσε σέ βάρος τῶν ἀνθρώπων καί μάλιστα τῶν γυναικῶν, μή ἐργαζόμενος, ἀποφάσισαν καί πῆγαν στό ἀσκητήριό του μέ σκοπό νά τόν σκοτώσουν. Πῆγαν, λοιπόν, στόν ἅγ. Ὀνούφριο, κάθησαν ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία καί ζήτησαν ἀπό τόν Γέροντα νερό. Ὁ Γέροντας τούς πρόσφερε εὐχαρίστως. Ἔδωσε μέ ἕνα κύπελο νερό στόν πρῶτο καί μέ τό ἴδιο κύπελο καί ἀπό τό ἴδιο νερό στόν δεύτερο. Ὁ ἄγνωστος ὅμως εἶδε μέσα στό κύπελό του αἷμα ἀντί γιά νερό καί θαύμασε. «Νά πιεῖς, παιδί μου – τοῦ λέγει ὁ γ. Γεράσιμος – εἶναι τό αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου». Ἔμεινε ἐμβρόντητος ὁ ἄγνωστος, διότι πράγματι εἶχε σκοτώσει τόν ἀδελφό του καί κανείς δέν τόν ὑποψιάζονταν γιά φονιά. «Ἔ, κάμετε τώρα – συνέχισε ὁ Γέροντας – καί αὐτό πού ἔχετε στό νοῦ σας καί γιά τό ὁποῖον ἤλθετε». Μετανοημένοι οἱ ἄγνωστοι ἄνδρες ὁμολόγησαν τόν κακό τους σκοπό καί ζήτησαν συγχώρεση!
Ὁ ἀσκητής Γεράσιμος κοιμήθηκε καί ἐνταφιάστηκε καί κηδεύθηκε ἐκεῖ. «Ἄν μείνουν τά ὀστά μου ἐδῶ - εἶχε πεῖ - χαρά στόν τόπο, μή φοβᾶστε, θά σᾶς φυλάγω». Μετά τόν θάνατό του τόν διαδέχτηκε ο μοναχός Μελέτιος, ἀπό τόν Μέρωνα Ἀμαρίου. Ὑπῆρξε μεγάλος ζηλωτής τῆς ἀσκήσεως καί ἐπίσης μεγάλος ἐραστής τῆς ἐργασίας. Μετέφερε μέ τήν πλάτη του χῶμα ἀπό ἀπόσταση τριῶν χιλιομέτρων καί ἔκτισε κάποιες ἐγκαταστάσεις. Στίς ἡμέρες του στό ἡσυχαστήριο ἐγκαταστάθηκαν μοναχές. Μέσα στά ἄλλα θαυμαστά καί παράδοξα ἀναφέρεται, ὅτι αὔξησε μέ τήν προσευχή του τό ἐλάχιστο ἀλεύρι τῆς ἀδελφότητας, τό ὁποῖο δέν ἔφθανε οὔτε γιά ἕνα πρόφορο!
Ἀργότερα ἔζησε ἐκεῖ ὁ Μοναχός Βαρδῆς Μουλακάκης. Τόν μοναχό αὐτό σκότωσε ὁ Ἐμμ. Χατζηδάκης ἀπό τίς Βρύσες Ἀμαρίου, ἐπειδή τόν θεώρησε ὑπεύθυνο γιά κάποιον ἀποτυχημένο ἀρραβῶνα τῆς ἀδελφῆς του. Μάλιστα προηγουμένως βασάνισε τόν μοναχό καί τοῦ ἔκοψε καί τά γένεια. Ὁ γ. Βαρδῆς ἀπό τήν μεγάλη ντροπή καί προσβολή πού ἔνοιωσε τόν καταράστηκε. «Τό χέρι πού μοῦ ἔκοψε τά γένεια – εἶπε - νά κοπεῖ καί τό πόδι νά πάθει». Μετά ἀπό καιρό ὁ Χατζηδάκης ἔχασε τό χέρι του ψαρεύοντας μέ δυναμίτη καί πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του ἀκρωτηριάσθηκε στό πόδι, ἐπειδή ἀσθένησε ἀπό σακχαρώδη διαβήτη!
Μέσα σ’ ἕναν τόσο εὐλογημένο τόπο, ἀπό τούς ἀγώνες παλαιωτέρων ἀσκητῶν, ὁ ὅσ. Γεννάδιος διάλεξε γιά διαμονή του τό ἐκκλησάκι τῆς ἁγ. Ἄννας, δέν μπόρεσε ὅμως νά μείνει ἐκεῖ - διότι δέν ὑπῆρχε κάποιο κατάλυμα – καί φιλοξενήθηκε γιά ἕνα χρόνο στό μετόχι κάποιου Χατζηδομανώλη ἀπό τίς Βρύσες. Σταδιακά περιποιήθηκε τό μέρος στήν ἁγ. Ἄννα καί μέ τήν βοήθεια κάποιων χωρικῶν ἀπό τά Ἀκούμια ἔκτισε ἕνα μικρό κελλί, τόν μάρτυρα τῶν ἀγώνων του γιά τά ἑπόμενα 65 χρόνια.
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος στό Ἀσκητήριο τῆς ἁγ. Ἄννας
Τά σωματικά χαρακτηριστικά τοῦ ὁσ. Γενναδίου ἦταν ταπεινά. Μικρόσωμος, κατάλευκος πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του καί ἐλαφρά κυρτωμένος, ἦταν «πεταχτός σάν πουλάκι», πρόθυμος νά ὑποδεχθεῖ, νά προσφέρει μία «εὐλογία» (ἕνα μικρό σταυρό ἤ τόν βίο κάποιου Ἁγίου), νά «σταυρώσει» ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά. Τίς περισσότερες φορές οἱ ἐπισκέπτες του τόν ἔβρισκαν νά μελετᾶ τήν Ἁγία Γραφή, βίους Ἁγίων ἤ Ὀρθόδοξα θρησκευτικά βιβλία. Στό φαγητό του ἦταν ἁπλός καί λιτοδίαιατος, δέν ἤθελε νά γίνεται σπατάλη σέ κανένα ἀγαθό. Ἡ ἐνδυμασία του ἦταν ἁπλούστατη. Συνήθως ἦταν ντυμένος μέ ροῦχα παλιά, μπαλωμένα καί λερωμένα. Τά ὑποδήματά του σχεδόν ἀνύπαρκτα (μία γαλότσα στό ἕνα πόδι, μία ἀρβύλα στό ἄλλο).
Ὁ Γέροντας δέν ἤθελε νά διαθέτει χρόνο, παρά ἐκεῖ πού ἔπρεπε, στήν προσευχή - δηλαδή – τήν μελέτη καί τήν διδασκαλία. «Καλύτερα ἔχω νά διδάσκω - ἔλεγε – παρά νά τρώγω». Ἡ διδασκαλία του ἦταν ἁπλή καί χαριτωμένη. Ἄλλοτε δίδασκε χαρούμενα καί ἀθόρυβα, ἄλλοτε μέ κραυγές ἀγωνίας καί ἄλλοτε μέ τήν σιώπή του. Ἦταν ἤρεμος ὅταν μιλοῦσε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τά ἀγαθά πού περιμένουν τούς δικαίους, τήν ὡραιότητα τοῦ Παραδείσου, «ἐκεῖ πού ποτέ δέν βραδυάζει καί εἶναι πάντα χαρά». Ἦταν γεμάτος ἀγωνία ὅταν μιλοῦσε γιά τήν ἀποστασία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου καί τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό. Ὑπῆρχαν ἀκόμη καί περιπτώσεις πού σιωποῦσε, ἐπειδή οἱ ἐπισκέπτες του πήγαιναν ἐκεῖ ἀπό περιέργεια, ἐνῶ ἦταν ἀδιάφοροι στά πνευματικά.
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος ἦταν πραγματικός ἡσυχαστής, δέν ἐπιδίωκε τήν ἀνθρώπινη παρουσία (ἡ ὁποία συνήθως φυγαδεύει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ). Ἔμενε στό κελλί του καί αὐτό - κατά τήν Ἁγιοπατερική διδασκαλία – τόν δίδασκε τά τῆς σωτηρίας του. Προτιμοῦσε τήν παρουσία τῶν δένδρων, τοῦ βουνοῦ καί τῆς θάλασσας, τήν σιγή τῆς νύχτας καί μαζί τους ὑμνοῦσε τόν Θεό.
Στό κελλί του ἤ στό ὑπόστεγο ἔξω ἀπ’αὐτό, στή ρίζα τῆς ἑλιᾶς ἤ στή μικρή ἐκκλησία, πολλές ψυχές ἄκουσαν τό ἐμπράγματο κήρυγμά του, συμπροσευχήθηκαν μαζί του, πῆραν τήν εὐλογία του, χειραγωγήθηκαν στήν ὁδό τῆς μετανοίας. Γιά ὅσους ἔζησαν τέτοιες στιγμές, αὐτές ἀποτελοῦν τίς ὡραιότερες ἀναμνήσεις τους.
Θλίψεις καί δοκιμασίες τοῦ δικαίου.
Κατά τούς Πατέρες, τό στάδιο τῶν θλίψεων καί τῶν δοκιμασιῶν εἶναι ἀπαραίτητο στούς ἀγωνιστές τῆς ἀρετῆς. Ὁ ὅσ. Γεννάδιος πέρασε κι αὐτός ἀπό τό ἀναπόδραστο αὐτό καμίνι καί ἔλαμψε «ὡς χρυσός ἐν χωνευτηρίῳ». Ἀπό μικρός γνώρισε τήν στέρηση καί τήν φτώχεια, στήν ὑπερπολύτεκνη οἰκογένειά του τῶν ὀκτώ παιδιῶν. Μετά ἔγινε ὑπηρέτης «στά ξένα χέρια». Ἀκολούθησαν τά 17 χρόνια τῆς κοινοβιακῆς του ζωῆς στή Μονή Κουδουμᾶ, στό στάδιο τῆς ἀδιάκριτης ὑπακοῆς καί τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος, τῆς αὐταπαρνήσεως, τῆς ἀφειδόλευτης προσφορᾶς στούς ἀδελφούς.
Ἡ διαμονή τοῦ ὁσ. Γεννάδιου στήν ἁγ. Ἄννα δέν ἦταν «ἡσυχασμός», ἀλλά πάλη μέ τόν Πονηρό καί τά ὄργανά του, ἐπειδή ἡ ἔρημος εἶναι γιά τά μεγάλα πνευματικά ἀναστήματα. Ὁ μακάριος Γέροντας δέν πολεμήθηκε μέ λογισμούς, αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ δαιμονική ἐπίθεση εἶναι γιά τούς ἀρχαρίους. Πῆγε στή Γιαλιᾶ ἕτοιμος πνευματικά, γι’ αὐτό ὁ διάβολος τόν πρόσβαλε μέ τίς ἐμφανίσεις του. Κάποτε ὁ ἀντικείμενος μπῆκε στό κελλί του μέ τήν μορφή μεγάλου φιδιοῦ! Ὁ ὅσ. Γεννάδιος δέν ταράχθηκε, οὔτε σταμάτησε τήν προσευχή του, ἀλλά ἄφησε τό Πανάγιο Ὄνομα τοῦ Κυρίου νά ἐκδιώξει τόν εἰσβολέα.
Ἄλλοτε τά πονηρά πνεύματα μέ τήν μορφή σκορπιῶν γέμισαν τό φτωχικό του κελλί, ἀκόμη καί τήν στέγη καί τό ξυλοκρέββατό του. Καί πάλι ὁ μακάριος Γέροντας μέ τήν δύναμη τῆς προσευχῆς διέλυσε τήν σατανική ἐμφάνιση.
Ἄλλοτε πάλι καί ἐνῶ ὁ Ὅσιος ἐκοιμᾶτο, ὁ πονηρός τόν «πλάκωσε» μέ βάρος τρομερό καί ἀνυπόφορο. Ὁ ἀγωνιστής δέν μποροῦσε νά μετακινηθεῖ, μποροῦσε ὅμως νά προσεύχεται. Μόλις ψέλισσε τήν εὐχή, ὁ πονηρός καί τό βάρος του ἔφυγαν!
Ὁ διάβολος ὅμως πολέμησε τόν Γέροντα καί μέ τά ὄργανά του. Στά χρόνια τῆς Γερμανικῆς Κατοχῆς τόν ἐπισκέφθηκαν στήν ἁγ. Ἄννα ἕνας ἐνωμοτάρχης καί δύο χωροφύλακες. Ὁ Γέροντας τούς δέχθηκε φιλόφρονα, τούς ἑτοίμασε φαγητό καί τούς φιλοξένησε κατά τήν συνήθειά του. Αὐτοί ἀφοῦ ἔφαγαν καί ζεστάθηκαν στήν φωτιά του (ἦταν χειμῶνας), τοῦ φέρθηκαν ἄσχημα, ἕνας μάλιστα τόν χτύπησε μέ τόν ὑποκόπανο τοῦ ὅπλου του. Ὁ Ὅσιος δέν τούς κράτησε κακία, ὅμως αὐτός πού τόν χτύπησε, βρῆκε τραγικό θάνατο κατά τήν διάρκεια τῆς Κατοχῆς.
Ἄλλοτε πάλι, συνεργείᾳ τοῦ πονηροῦ, ἐνῶ ἔκοβε σχίνους γιά τήν φωτιά του, ἕνα κλαδί τόν χτύπησε στά μάτια καί ἔχασε τό φῶς του. Ὁ Ὅσιος λυπήθηκε πολύ, τόν κατέλαβε φόβος καί ἀγωνία. «Τι θά γίνω – μονολογοῦσε – ποιός θά μέ δεῖ σ’ αὐτό τό μέρος πού βρίσκομαι τώρα; Πῶς θά ζήσω τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς μου; Θά μέ ταϊζουν σάν παιδάκι; Πῶς θά διαβάζω;» Περισσότερο ἔθλιβε τόν Γέροντα ἡ στέρηση τῆς μελέτης καί ἡ ἀνάγκη νά ἀποχωριστεῖ τό ἀσκητήριό του καί νά ζήσει σέ κάποιο χωριό, κοντά σέ ἀνθρώπους πού μποροῦσαν νά τόν περιποιηθοῦν. Ὅταν συνῆλθε κάπως, θυμήθηκε ἕνα θαῦμα τοῦ ἁγ. Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, κατά τό ὁποῖο θεράπευσε κάποιον τυφλό πιστό. Παρεκάλεσε τότε μέ θερμή πτοσευχή τόν Ἅγιο καί οἱ θεοπειθεῖς πρεσβεῖες του θαυματούργησαν καί σ’ αὐτόν. Βρῆκε τό φῶς του καί ἐπέστρεψε στό ἐρημητήριό του.
Τόν Αὔγουστο τοῦ 1980 ὁ ὅσ. Γεννάδιος βγῆκε γιά πρώτη καί τελευταῖα φορά ἀπό τήν Κρήτη καί πῆγε νά προσκυνήσει στό Ἅγιο Ὄρος.Κατά τήν ἐπιστροφή του στήν Ἀθήνα παρασύρθηκε ἀπό κάποιο αὐτοκίνητο καί σώθηκε «ὡς ἐκ θαύματος», τραυματισμένος ὅμως στά πόδια. Ἡ εὐσεβής καί πιστή Χριστιανή Ἑλένη Μαρκάκη – Τσουτσουδάκη ἀπό τήν Ἁγία Γαλήνη Ρεθύμνου, κάτοικος Ἀθηνῶν, μέ τήν ὁποία ὁ Γέροντας διατηροῦσε στενή πνευματική σχέση, τόν φιλοξένησε καί τόν περιποιήθηκε, μετά ἀπό 20ήμερη παραμονή στό νοσοκομεῖο.
(Ἐκείνη τήν περίοδο ὁ γράφων εἶχε τήν ἰδιαίτερη εὐλογία τῆς γνωριμίας μαζί του. Ὁ μακάριος Γέροντας ἐκκλησιάστηκε κάποια Κυριακή στήν Ἱ. Ν. Τιμίου Προδρόμου Ροῦφ - ὅπου τότε ἡ ἕδρα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν – μέ λειτουργό τόν ἀρχιμ. Παῦλο Καραγκούνη.Ἐκεῖ, στό Ἱερό Βῆμα τοῦ Ναοῦ, ἔγινε ἡ συνάντησις καί πῆρα τήν εὐχή του).
«Οἱ κόποι φέρνουν στέφανα, οἱ πόνοι καί οἱ θλίψεις δόξα», ἔλεγε ὁ ὅσ. Γεννάδιος. Μέσα στό καμίνι τῶν πειρασμῶν, μέ τήν προσευχή καί τήν ἄσκησή του, χαλκεύθηκε μία πρωτοφανής γιά τήν ἐποχή μας ἁγιότητα, ἡ ὁποία ἐκδηλώθηκε καί μαρτυρήθηκε μέ φανερά τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό διορατικό, τό προορατικό καί τό προορατικό.
Ὁ χαρισματοῦχος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Πνευματοφόρος καί Χριστοφόρος γ. Γεννάδιος, πραγματικό δοχεῖο τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἁγνός στήν ψυχή καί ἁπλός στόν τρόπο, ἀξιώθηκε θαυμαστῶν ὁραμάτων καί ἀποκαλύψεων καί διακόνησε τόν λαό τοῦ Θεοῦ σάν προορατικός καί διορατικός πνευματικός καθοδηγητής. Ἀναφέρουμε χαρακτηριστικές περιπτώσεις:
Τό Ἁγίασμα τῆς Παναγίας Ἁλμυρῆς.
Τήν 15η Αὐγούστου 1978, κατά τό παλαιό ἡμερολόγιο, ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ὁ γ. Γεννάδιος, ὁ Θεολόγος Στυλ. Παπαδογιαννάκης, ἡ Ἑλένη Μαρκάκη κ. ἄ. πιστοί, ἔκαναν ὁλονύκτια ἀκολουθία χωρίς Ἱερέα στήν Παναγία τήν Ἁλμυρή, ἀρχαῖο ναό στήν περιοχή τῶν Ἁγίων Δέκα.
Μέσα στήν ἐκκλησία αὐτή, ἡ ὁποία βρίσκεται περίπου στό γεωγραφικό κέντρο τῆς Κρήτης, ὑπάρχει παλαιό πηγάδι. «Κάποια στιγμή – διηγεῖται ὁ Στυλ. Παπαδογιαννάκης – ξεσκέπασαν τό πηγάδι καί ἄκουσα κάποιους νά λένε τήν λέξη «ἁγίασμα». Στό μυαλό μου δημιουργήθηκαν σκέψεις ἀπιστίας, τίς ὁποίες ὅμως δέν ἐκδήλωσα. «Ἁγίασμα στό πηγάδι;» σκέφθηκα. Ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε Ἱερεύς. Ἔπειτα πάλι σκέφτηκα, «Θεέ μου εἶσαι παντοδύναμος, δύνασαι καί χωρίς Ἱερεῖς νά ἁγιάσεις τά πάντα καί τό πηγάδι καί τίς θάλασσες».
Τό πρωϊ μετά τήν Ἀκολουθία ρώτησα τόν Γέροντα κατά τήν ἐπιστροφή στά Ἀκούμια, ἄν τοῦ ἄρεσε η ἀγρυπνία στήν Ἁλμυρή. «Ναί, πάρα πολύ - μοῦ ἀπάντησε – εἶδες ὅταν ξεσκέπασαν τό πηγάδι πού εὐωδίασε ὁ κόσμος ἀπό τήν μυρωδιά;» Μόλις τό ἄκουσα ἔμεινα κατάπληκτος, διότι ἀπάντησε στούς λογισμούς μου, πού μόνο ἐγώ ἐγνώριζα καί κανείς ἄλλος. Ἐθαύμασα, ἐχάρηκα καί ἐδόξασα τόν Θεό πού χαριτώνει τούς δούλους Του μέ τέτοια χάρι».
Πρόβλεψη τῆς πλημύρας τοῦ 1979.
Τόν Νοέμβριο τοῦ 1979, ὁ Γέροντας ἦταν φιλοξενούμενος στό σπίτι τοῦ Δασκάλου Ἀνδρέα Σταματεράκη, στά Μισίρια Ρεθύμνου. Ἐνῶ δέν τό συνήθιζε, ζήτησε καί πῆρε τηλέφωνο τήν Ἑλένη Μαρκάκη (στήν ὁποία ἀναφερθήκαμε προηγουμένως). «Νά μήν βγαίνετε ἀπό τά σπίτια σας χωρίς προσευχή – τῆς εἶπε – αὐτό τόν μῆνα μεγάλο κακό θἄρθει στήν Ἀθήνα καί πολλοί ἄνθρωποι θά κινδυνέψουν».
Πράγματι μετά ἀπό 8 ἡμέρες ἔγινε ἡ μεγάλη πλημμύρα τοῦ ’79, κατά τήν ὁποία πνίγηκαν ἄνθρωποι, καταστράφηκαν περιουσίες, ἀκόμη καί νεκροί «ξεθάφτηκαν», ὅταν τό ρέμα παρέσυρε τό νεκροταφεῖο τοῦ Κόκκινου Μύλου! Μάλιστα ἰδιαίτερες καταστροφές ὑπέστη ἡ περιοχή τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, ὅπου κατοικοῦσε ἡ Ἑλ. Μαρκάκη!
Ἡ περίπτωση τοῦ Μητροπολίτου Εἰρηναίου Γαλανάκη.
Τό 1980 μετά τόν τραυματισμό του, ἐνῶ ἔμενε στό σπίτι τῆς Ἑλ. Μαρκάκη, μία ἡμέρα πού ἡ εὐλαβής οἰκοδέσποινα τοῦ καθάριζε τό τραυματισμένο πόδι, τῆς εἶπε:
«Τί καθαρίζεις καί κοιτάζεις τό πόδι μου, ἄν ἔγινε καλά; Στά Χανιά γίνεται χαλασμός, ὁ κόσμος εἶναι ἀνάστατος μέ τόν Εἰρηναῖο πού ἦρθε ἀπό τήν Γερμανία. Ὅμως ὁ Τιμόθεος δέν φταίει σέ τίποτα γιά ὅσα συμβαίνουν».
Πράγματι, μέ τήν ἐπάνοδο τοῦ πρ. Κισσάμου Εἰρηναίου Γαλανάκη ἀπό τήν Μητρόπολη Γερμανίας, ἐπί Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης Τιμοθέου Παπουτσάκη, δημιουργήθηκαν θλιβερά ἐπεισόδια πού ἐξέθεσαν τήν τοπική Ἐκκλησία (Ν.Η.) καί σκανδάλισαν τόν λαό. Ὁ γ. Γεννάδιος χωρίς νά διαβάζει ἐφημερίδες καί νά ἀκούει ραδιόφωνο, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐνήμερος τῆς καταστάσεως!
Τήν ἴδια περίοδο καί στόν ἴδιο χῶρο συνέβησαν καί τά ἐξῆς τρία ἀξιόλογα περιστατικά:
Ἀπαλλαγή ἀπό δαιμονική ἐπιρροή.
Μία γιατρός, ἡ κ. Σταυροῦλα Λάσκαρη, γνωστή τῆς οἰκογενείας Μαρκάκη, ἦρθε μέ ἄλλους πιστούς γιά νά γνωρίσουν τόν Γέροντα καί νά πάρουν τήν εὐχή του. Πρίν φύγουν τόν παρεκάλεσαν νά τούς σταυρώσει. Ὁ Γέροντας ἀνταποκρίθηκε στό αἴτημά τους καί τούς σταύρωσε ὅλους, μία κοπέλλα ὅμως ἀρνήθηκε νά τήν σταυρώσει, μάλιστα ἔκρυψε βιαστικά τόν σταυρό στό στῆθος του. Τό γεγονός αὐτό, ὅπως ἦταν φυσικό, προκάλεσε σχόλια, ἡ ἀδελφή μάλιστα τῆς κοπέλλας ἄρχισε νά κλαίει. Ἐνῶ ἔφευγαν κλαίγοντας ἡ κ. Μαρκάκη τίς λυπήθηκε καί τούς εἶπε:
«Μή φεύγετε, θά παρακαλέσω ἐγώ τόν Γέροντα νά σᾶς σταυρώσει».
«Πάτερ Γεννάδιε – εἶπε στόν Γέροντα ἐπιστρέφοντας μέσα - γιατί δέν σταύρωσες τήν κοπέλλα; Αὐτή καί ἡ ἀδελφή της εἶναι πολύ στενοχωρημένες. Σέ παρακαλῶ, ἦρθαν ἀπό τήν ἀκρη τῆς Ἀθήνας γιά νά σέ ἀκούσουν καί νά πάρουν τήν εὐχή σου, σταύρωσε καί αὐτήν γιά νά μήν φύγει στενοχωρημένη».
«Ναί - ἀποκρίθηκε ὁ μακάριος Γέροντας - ἀλλά εἶναι μαγεμένη καί ἀντί νά τρέχει στήν Ἐκκλησία καί στούς Ἁγίους γιά νά γίνει καλά, τρέχει στούς μάγους»!
Ὅταν ἔγιναν γνωστά στήν κοπέλλα ὅσα εἶπε ὁ Γέροντας, ἐκείνη ταπεινά παραδέχτηκε ὅτι ἦταν ἀλήθεια, θαυμάζοντας τό προορατικό καί τήν ἁγιότητα τοῦ μοναχοῦ. Τελικά ὁ Γέροντας τήν σταύρωσε καί ἐκείνη ἔφυγε χαρούμενη καί εὐτυχισμένη.
Κάποιες ἡμέρες ἀργότερα πῆρε τηλέφωνο τήν κ. Μαρκάκη καί τῆς εἶπε ὅτι γιά διάστημα ἑνός χρόνου ἔβλεπε νά τήν τριγυρίζει μία μαύρη γάτα, χωρίς νά τήν βλέπει κανείς ἄλλος! Ἀφοῦ ὅμως τήν εὐλόγησε ὁ ὅσ. Γεννάδιος, ἡ γάτα ἐξαφανίσθηκε! Μέ τόν ἁπλό (καί ὄχι ἁπλοϊκό) αὐτό τρόπο ὁ Θεός ἔδειξε στήν πάσχουσα, ὅτι τήν ἀπάλλαξαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου