Σ’ αυτή την υγρή
αγαπημένη πόλη που αργοπεθαίνει
όσους παλιόφιλους στο δρόμο σου κι αν τύχεις
όση ρακί κι αν πιεις και τραγουδήσεις
όσα στιχάκια τρυφερά κι αν ειπωθούν
για σένα που συνήθισες να ζεις με τη σιωπή σου
στο τέλος κάθε νύχτας υπάρχει πάντα
ένας σκοτεινός, έρημος δρόμος
με λίγα φώτα χαμηλά, κλειστά παράθυρα
ένας μακρύς διάδρομος, δυο τρία γνώριμα κλειδιά
κι ένα μικρό κρεβάτι στρωμένο κάπως
βιαστικά να πέσεις ν’ αποκοιμηθείς.
Εκεί ένα πρωί σαν όλα τ’ άλλα
κι ενώ θ’ ακούγονται οι ήχοι αυτοκινήτων
των εργαλείων, των ανθρώπων της δουλειάς
κάποιοι -ενδεχομένως άγνωστοι
και ίσως καθόλου φιλικοί-
θα ανοίξουν βίαια την πόρτα σου με κρότους
για ν’ αντικρίσουν έναν άνθρωπο
που, ασάλευτος, κάμποσες μέρες τώρα,
έχει αναχωρήσει οριστικά στις αναμνήσεις του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου