πολύ παλιό αυτό το σπίτι
γυρνούν μέσα του ακόμα ανάσες βογκητά και στεναγμοί
στο βάθος κάστρα του παλιού καιρού
μη μη είπες μη βγαίνεις
αλλά εγώ σκαρφάλωνα κόκκινα τα κεραμίδια τυλιγμένοι σωλήνες παράξενου υλικού
είχα βάψει πρώτη φορά τα νύχια μου ταίριαζαν
κόκκινα
ασημί και το φεγγάρι ταίριαζε
η στέγη της εκκλησίας πολύ μακριά
δεν κινδυνεύαμε
η μέση μου γυμνή γδάρθηκε στην κόψη
πετούσαν σύννεφα πουλιά κι αστέρια
νεράιδες παιδιά και νάνοι
το πιάνο έτριξε γκλανκ
ποτέ δεν έπαιξα, είπες, καλά
μόνο μιλούσα μιλούσα στο ραδιόφωνο
υγρή γλυκιά φωνή
χτυπούσες το κεφάλι μου στο πάτωμα
την ώρα που βυθίστηκες στο σώμα μου
οι γάτες πάντα περπατούν στην άκρη της βροχής
αλλά εσύ δεν άκουγες
με τράβηξες μέσα σου και χάθηκα
δεν υπάρχεις δεν υπάρχεις έγραφες
κι εγώ σε πίστευα
ό,τι κι αν έλεγες εγώ σε πίστευα
κι ας με ανάγκαζες
μετά
να γλείφω τους λεκέδες
απ΄το παλιό μου αίμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου