Στα βήματα του Διόνυσου αχνοπάτησες,
επήρες όρκο απά στον τάφο τ’ Αχιλλέα·
να εκδικηθείς τον τύραννο ξεκίνησες,
τον «ήλιο της Βεργίνας» είχες για σημαία.
Τέλος κι αρχή μιας νέας ιστορίας.
Έπος, που άλλαξε του κόσμου την πορεία.
Συνέχεια μιας ένδοξης κληρονομιάς,
που ένωσε τον πολιτισμό με την ελευθερία.
Στα χέρια σου, τούτα τα όπλα βάσταγες,
της μακρινής Ανατολής σαν άλλαζες την όψη·
καινούργιο κόσμο έφτιαχνες, απέραντο,
με χαραγμένα σύνορα απ’ του σπαθιού την κόψη.
Το ποδοβόλι της στρατιάς δεν σταματά,
δρακοθεός εσύ την οδηγείς, με χέρι ανδρείο·
τα διάσελα διαβαίνεις, προσπερνάς,
θεριόχνοτος, μ’ ορμή αναζητάς έναν Δαρείο.
Στο πυρετό της μάχης, στ’ αντροπάλεμα,
σημάδι σ’ έβαζε του φεγγαριού το βόλι,
μα γιός του Ήλιου Αλέξανδρε εσύ,
μέσα σου, θεϊκής γενιάς έχεις το μπόλι.
Γη μουσκεμένη από αίμα και κρασί,
σπαθιά, τρομπέτες, λάβαρα και βέλη,
ασπίδες, θώρακες, από σφυρήλατο χαλκό·
άπτερη νίκη του θανάτου ανατέλλει.
Οι πεδιάδες της Περσίας έγιναν κτήμα σου,
γεμάτες από ρόδια, μήλα και κυδώνια·
πήρες εκδίκηση για μύριες συμφορές,
το χάρο νίκησες στα μαρμαρένια αλώνια.
Το κέρατο του τράγου των Αιγών
γονάτισε τ’ ατίθασο κριάρι.
Άνοιξε ο δρόμος για τη χώρα του Ινδού,
που ’ναι οι ανθρώποι της μελαχρινοί,
[σα στάρι.
Παιδί του Δία, απ’ το γένος του Ηρακλή,
όλοι υποτάσσονταν σ’ ένα σου νεύμα.
Ένδοξε στρατηλάτη, Μεγαλέξανδρε,
άνθρωπος ήσουνα μαζί και πνεύμα.
Τον Υδάσπη μοναστραπίς εδιάβηκες,
με τα χρυσά φτερά της νίκης τα μεγάλα.
Ο ήχος απ’ το σπαθί σου σκέπασε
το νεκρικό χλιμίντρισμα του Βουκεφάλα.
Απόστολος ενός φεγγοβόλου πολιτισμού,
σμίλεψες τη τραχεία ψυχή του Ασιάτη·
στη μακρινή Βακτριανή, άφησες πίσω σου
την ύστερη Αλεξάνδρεια, την Εσχάτη.
Κατακτητής του κόσμου, κοσμοκράτορας,
μ’ ένα σπαθί και φυλακτό την Ιλιάδα.
Δύση κι Ανατολή γενήκαν αδερφές,
με μια πατρίδα απ’ την Ινδία ως την Ελλάδα.
Όταν το πάθος του πολέμου κατασίγαζε,
σημάδι έβαζες στον ουρανό την πούλια·
γιόμιζες την κρασόκουπα και χόρευες,
με συνοδεία το ζουρνά και τα νταούλια.
Επίφθονη η μοίρα και αδίστακτη.
Κάποιος θεός ζήλεψε τη δύναμή σου.
Την ώρα που η δόξα σου τον άγγιζε,
έκοψε απρόσμενα το νήμα της ζωής σου.
Στην έρημο των άστρων αναπαύεσαι,
κι έχεις για φύλακές σου δυο λιοντάρια·
στον ύπνο σου τη δόξα σου ανασαίνουνε,
του τάφου σου τα πέτρινα αγκωνάρια.
Κοιμάσαι ξεχασμένε στρατηλάτη,
κατάκοπος, βουβός μες στο σκοτάδι·
μια φωτεινή κλωστή γλιστράει κοφτερή
στο υγρό παλάτι σου, απόκοσμο σημάδι.
Ο μύθος της γοργόνας είναι αληθινός.
Ναι! Ο Αλέξανδρος ζει και βασιλεύει.
Το μυστικό το πέρασμα γυρεύει να διαβεί,
να τιμωρήσει όποιον τον τόπο του μολεύει.
Τη πύλη των λεόντων πέρασε Βασιλιά,
έλα σαν λυτρωτής του εκπεσμού μας·
της τραγωδίας μας τα σκαλοπάτια ν’ ανεβείς,
να λύσεις το αίνιγμα του γόρδιου δεσμού μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου