Εσύ κι Εγώ
"ΕΙΣΑΙ το πύρινο
φως που εκπηγάζει μέσα μου
δίχως τη ρίζα του στο
βυθό να γνωρίζω
και μάταια στο είναι μου
αναζητώ
την πρώτη μου ηρεμία
τον εαυτό μου
το στίγμα μου.
ΣΑΝ ΡΙΓΟΣ έρχεσαι γλυκό
και με θρυματίζεις
στη βαθιά σιωπή της
πρώτιστης ερημιάς μου.
Αιωρούμενη σε κλωστή
μεταξένια
θαρρώ πως κάποιος
ταρακουνά στο φαράγγι
κάποιος απλώνει τη ζωή
με φτερά.
Στα μύχια σκότη μου
η ορμή σου διεισδύει.
Φάος Ρυέντης εσύ
κι εγώ
μια κυανή Περεηφικόλα.
Είσαι λοιπόν φτερωτός
Ο αρχαίος των μυστηρίων
Η έσω λαγνεία των ιστών
Των κυττάρων μου η
ταραχή.
Στην ήβη των θυλών μου η
αρχή της γνώσης μου."
ΓΛΥΚΙΑ ΦΩΤΙΑ σαν ξέτρελη
στου αγριμιού κορμιού
μου τους ιστούς
το δάγκωμά σου και με
τρέφει.
Πύρινη φλόγα αιθερική
πως να σε προσεγγίσω;
Πες μου!..
Στην άκρια όψη των
χειλιών μου
το στόμα σου φωτιά με
καίει.
Ασύνορη ταραχή θερμή
στη μελανόπτερη νύχτα
ήρθες απροσκάλεστη
σαν τον κορυδαλλό στον
κήπο μου.
Δικιά σου είναι η
έκρηξη;
Το φως όλο δικό σου;
Μήπως είσαι το άωτο
πάθος
της μόνης ψυχής μου;
Το άλλο ίσως μισό μου
κομμάτι
που μόλις τώρα σ'
αντίκρισα;
Φωτίζεις κι άλλους ή
μόνο σ' εμένα ήρθες;
Από το σκότος μ'
ανέσειρες της θλιβερής
μοναξιάς μου
κι ανένδοτη μ' άφησες μ'
ένα ρίγος τρελό στο
κορμί μου
δίχως να μπορώ πάλι πίσω
εκεί
στη γωνιά της σιωπής μου
να συμπυκνωθώ στην πρώτη
ροή μου.
Ελλιπής περιφέρομαι στο
χώρο και στο χρόνο
Σ' αναζητώ
Με την αγωνία στην
καρδιά μου κρυμμένη
Όλη για σένα.
Σε ποια μέρη γλιστράς
και μ' αφήνεις πάλι
μονάχη;
Έτσι πηγαίνω, μόνη
και σε γυρεύω...
Στους ανθρώπους ολόγυρα
δεν αναπαύομαι.
Όλο το είναι μου βογκάει
μ' έναν πόνο βαθύ στην
απουσία σου.
Πονάω
Μεγάλο βάρος ολούθε
Στων κυττάρων μου τα
έγκατα θάνατος
από την απουσία σου με
πλακώνει.
Στην παρουσία σου τρέμω
και παραλύω σαν φεύγεις
Ενώ εσύ μ' ένα σου
πέταγμα
υπόσχεσαι πως θάρθεις
πάλι
Όταν εγώ μέσα στο νέφος
της μοναξιάς μου
περιστρέφω όλο τον κόσμο
κι αισθάνομαι γύρω μου
το τίποτα να με κυκλώνει
σαν μανδύας μαγικός.
Βλέπω μια άβυσσο να με
ρουφάει με ανεξάντλητη δύναμη
Κι αυτή που ήμουνα, δεν
είμαι πια.
Μάταια όμως ζυγιάζομαι
σε τέτοιες στιγμές μήτε
το ένστικτο έρχεται.
Ψάχνω το χέρι σου
απ΄το φαράγγι που
βρίσκομαι
απάνω να με σηκώσει.
Κατρακυλάω στης ερημιάς
την ταραχή
μ' έναν πόθο μεγάλο
και ξάφνου πέφτω
συγκινημένη ως έρχεσαι
στο φαλλό του κορμιού
σου.
Με την αναπνοή μου
σκαλωμένη
στο βωμό των ματιών σου
Στης φωνής σου τον ήχο
Στων χεριών σου το
χάιδεμα
Σ' αυτή την πλατιά
αγκαλιά σου
που αγάλομαι.
Νότα Κυμοθόη,
Ποίηση από το βιβλίο Ερώ, 1999 εκδόσεις Ιωλκός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου