Ο απέραντος χειμώνας σταματούσε
μες στις αμίαντες φλέβες της ημέρας
τη ροή του υδραργύρου— και στα ύψη
το φωτεινό στερέωμα ακουμπούσε
σαν θόλος στην τεράστια πολιτεία
—μια κυανή βασιλική του ιλίγγου—
και γύρω απ’ τον αέναο άξονα του
στρεφόταν κυκλοδίωκτον επάνω
στο ηρώδειο στάδιον — φαίνονταν εκείνη
τη μέρα σαν νεκρό — ψυχή καμία
εξόν τρεις αθλητές που προπονούνταν
και λίγοι ξένοι πού βουβοί κάθονταν
στα μπροστινά εδώλια των εξέδρων.
Εσύ στο διάδρομο ήσουν του μεσαίου
διαζώματος — κερκίδες έδρες πύλες-
εδώλια — σκάλες πάνω σ’ άλλες σκάλες-
κι οι δυο Ερμές στο τέρμα του γηπέδου—
τυφλωτική αντανάκλαση μαρμάρου
που σ’ εξαντλούσε σαν διέτρεχε όλους
τους ημικυκλικούς του νου σου στίβους.
Περιδινούνταν —νόμιζες— σαν δίσκος
το στάδιον, που θα κραύγαζες. Κατέβης
τα σκαλοπάτια — έτρεξες πατώντας
τις πλάκες του μαρμάρου στις εισόδους—
προσπέρασες αμέσως τις διαβάσεις
και του Εθνικού του Κήπου ακολουθώντας
το δωρικό κιγκλίδωμα αίφνης βγήκες
στην ανοικτή μεγάλη λεωφόρο:
συμφόρηση σαν πάντα αυτοκινήτων—
βαφή φαιά κι ιώδης της ασφάλτου-
μια στίλβη μωσαϊκού στο πεζοδρόμιο
και της Κομμαγηνής πιο εκεί ή πρεσβεία.
Και πιο μακριά στο βλέμμα ξεχώριζαν
οι κρύες διαπυρώσεις των σύννεφων
ψηλά στ’ αρχαίο ξενοδοχείο «Σεράπιον»
κι η διαύγεια του ουρανού που αντανακλώταν
μ’ ενάργεια σκληρή σαν το διαμάντι
στο ύδωρ των κρυστάλλινων μεγάρων—
την ώρα που η αδυσώπητη άκρα ενάργεια
του ερωτά καθήλωνε τον χρόνο.
Η λεωφόρος άδειασε σαν θαύμα
κι η πιο λευκή μαρμαρυγή χυνόταν
παντού — μια λάμψη εγκάρσια που τότε
με τη μαγνητική της τράβαγε έλξη
στο κέντρο του ήλιου μέσα την ψυχή σου,
στον τέλειο κύκλο που όλα τα αναλώνει
θαρρείς μηδέν μα κι άπειρον συνάμα.
Απ’ το ίδιο εκείνο εκλύθηκε το κέντρο
του δελφικού φωτός αβυσσαλέα
ο άνεμος που σάρωσε τα πάντα
νεκρώνοντας τους δρόμους της Αθήνας.
Η δυνατή του ανταύγεια απορροφούσε
καθώς σκιές της Νέκυιας τους ανθρώπους
και στα μουσεία της πόλης εισχωρώντας
ζωογονούσε τα σβησμένα μάτια
των αγαλμάτων ακαριαία — όταν
απ’ την αιφνίδια ανάφλεξη ραγίσαν
οι αόρατες ουράνιες κλεψύδρες
κι ανοίχθηκε βαθιά μες στην καρδιά σου
η αρχαϊκή κραυγή του αέναου Ρόδου:
εκεί εμφανίστηκε έξαφνα λες κι είχε
ανέλθει απ’ το σημείο μηδέν του κόσμου
αγέρωχη η γυναίκα πού αγαπούσες.
Τα επίχρυσα ματόκλαδα ανατείλαν
της δολερής Ηλιοδώρας κι όπως
τον σίδηρο η φωτιά σε πυρπολούσε
το ιώδες φως του βλέμματος της - πόνος
οξύς σαν τη χρυσήλατη περόνη
της Ιοκάστης — όμορφη που μόνον
στην αγκαλιά σου πάλι να τη σφίξεις
και να πεθάνεις θέλησες — γυναίκα
βαριά κι από πηλό και φλόγα - κνήμες
χαλκές και βλεφαρίδες της Αστάρτης—
το διάδημα της Νύχτας στα μαλλιά της
και του φωτός στα χέρια της τα σκήπτρα.
Και σαν φτερούγες τ’ άπλωσε ξεσπώντας
σε γέλιο αναίτιο και καθάριο που όλο
και πιο μακριά στον ουρανό αντηχούσε
χαράζοντας ανήλεα τη μνήμη
με μια ανεξίτηλη γραμμή από αίμα
σαν μαχαιριά. Με χέρια ορθάνοιχτα έτη
φωτός απομακρύνθηκε από σένα
για τ’ αστρικά διαστήματα των κόσμων—
ενώ το γέλιο της ηχούσε ακόμη
πριν στον ορίζοντα σβηστεί με του ήλιου
τις τελευταίες λάμψεις στη γαλάζια
σκληρή σιγή της μοναξιάς τριγύρω—
της μοναξιάς που φάνηκε ν’ ανοίγει
κυαναυγής κι απύθμενη βαθιά σου
καθώς η θάλασσα. Κι εσύ σε εκείνη
βυθίστηκες: στις κρύες υγρές οδούς της,
στις νεκροπόλεις μέσα των υδάτων
και τις βαθιές απέραντες στοές τους
με τα νεκρά τ’ αγάλματα του πόθου-
τη θλίψη του Αντινόου και του Πατρόκλου
και το πικρό της Μνησαρέτης πένθος
που σε κοιτά με μάτια νεκρωμένα
κι ο κρόταφος της στάζει πάντοτε αίμα.
Και γέμισαν σαν άμμος την κλεψύδρα
εικόνες σκόρπιες τη συνείδηση σου—
οι λεωφόροι — οι Κόρες του μουσείου—
η βοή απ’ τα αυτοκίνητα στον δρόμο—
η ζωογόνα αδρή πνοή του άνεμου—
τα κέντρα του εμπορίου- παγωμένη
αρχιτεκτονική ορθογώνιου ύαλου—
το κοφτερό στεγνό γαλάζιο ψύχος—
η ανεξιλέωτη πληγή στη μνήμη—
η αιθρία του χειμώνα — η απουσία.
—Και του ουρανού η αδιάφθορη διαφάνεια
μια αρραγής δικαιοσύνη ήταν
σκληρή κι αχάραγη καθώς διαμάντι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου