μολύβι στις κορφές η απεραντοσύνη
ειρκτή αδιόρατη και τρίκλιτη σκεπή
πάνω απ’ του λογισμού την άφατην οδύνη.
συντρίμμια κομητών αέναα ταξιδεύουν
πάνω απ’ του λογισμού την άφατην οδύνη∙
χαμογελώντας οι νεκροί όλο αλαργεύουν.
σταγόνες ουρανού τη θύμηση νοτίζουν∙
χαμογελώντας οι νεκροί όλο αλαργεύουν
κι αμέθυστοι οι στιγμές κυλούν και λαμπυρίζουν.
Μυριόκλωνη τ’ αλλοτινού καιρού η ροδιά
κι αμέθυστοι οι στιγμές κυλούν και λαμπυρίζουν,
γλιστρούν στης θάλασσας οι ανέμοι την ποδιά.
ξυπνούν πουλιά λαλούν για τη χαρά που εχάθη,
γλιστρούν στης θάλασσας οι ανέμοι την ποδιά∙
τ’ άνθος ποιος τ’ άγγιξε κι έγειρε κι εμαράθη.
άγαλμα πάλλευκο η γυμνή ψυχή στα σκότη∙
τ’ άνθος ποιός τ’ άγγιξε κι έγειρε κι εμαράθη,
ηχώ μοναχικού κλειδοκυμβάλου η νιότη.
μ’ αηδόνια απά στο στήθος και δροσιά νωπή∙
ηχώ μοναχικού κλειδοκυμβάλου η νιότη.
Νυχτώνει κι είν’ η ακτή μακριά κι είναι σιωπή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου