Διακοπές
Κοχύλια δεν υπάρχουν στο δικό μας πάτωμα,
καρφιά σκουριάζουν στα νερά μας.
Όλο ρίχνουμε αλάτι σε μια πληγή που δεν υπάρχει.
Βουνά ολόκληρα, τι θα το κάνουμε τόσο αλάτι;
Τα χείλη μας έγιναν λύσσα πια, δεν τρώγονται.
Τα βότσαλα που ξαπλώνουμε δεν είναι καθαρά:
ζέχνουν εσύ κι εγώ.
Δεν θέλω.
Μόνο εκείνο το αστέρι θέλω, το πατρικό σου.
(Μην πεις τ’ όνομά του, το ’χω σε κακό να ονοματίζω.)
Του χρόνου, εκεί να πάμε.
Greetings From Beyond
Σας στέλνω χαιρετισμούς από την εξωτική πλατεία Συντάγματος,
όπου περνώ τις μέρες μου τρώγοντας πικρά πορτοκάλια.
Στην πατρίδα μαθαίνω ότι βρέχει
αλλά εδώ κάνει κρύο
κι έχει έναν ήλιο άρρωστο.
Όλοι είναι χλομοί, βήχουν κάτι λέξεις-αγκάθια
που τους γέρνουν το λαιμό
κι έπειτα μπαίνουν στο μετρό.
Εγώ κόβω βόλτες με το ποδήλατο,
χαιρετάω τα βιαστικά ταξί
και βγάζω πολλές φωτογραφίες,
αλλά δεν φαίνομαι σε καμία
κι έτσι δεν σας τις στέλνω.
Όμως είμαι καλά, αυτό θέλω να ξέρετε.
Κι αυτό το σώμα που θα σας στείλουν
και θα σας πουν ότι είμαι εγώ,
δεν είμαι.
Η Ωραία μετά το Τέρας
Τω καιρώ εκείνω διάβαζε πεινασμένα,
κυρίως βίους γυναικών:
Νύφες του Χριστού πέθαιναν σε τροχούς βασανιστηρίων
ενώ ο μνηστήρας τους έτρεχε να βρει χαμένα πρόβατα.
Βασίλισσες συγχωρούσαν τους δημίους τους,
πετώντας κοσμήματα και κορσέδες στα πλήθη.
Μάγισσες ούρλιαζαν το όνομα του Εωσφόρου στην πυρά
αλλά εκείνος ήταν otherwise occupied.
Μάζευε το αίμα από τις σελίδες κι έφτιαχνε στέμματα ολοπόρφυρα.
Τα χάριζε στις κυρίες στο σούπερ μάρκετ.
Ή τα τοποθετούσε με ευλάβεια στα κουφάρια νεκρών ζώων,
πάνω στα έκπληκτα σκουλήκια,
που δεν περίμεναν ποτέ ότι θα αξιώνονταν στέψη.
Τω καιρώ εκείνω διάβαζε,
κι ήταν ευτυχισμένη.
Ειδικά όταν κατέβαινε στο υπόγειο
και σκόνταφτε στα τεράστια, άσπρα κόκκαλα.
Iridium
Από γενιά που αγαπάει πολύ το αίμα,
με σκοτεινούς άντρες από τα βουνά
με γυναίκες που κρύβουνε μαχαίρια στις κάλτσες τους
με γριές αρχαίες που τραγουδούν στον ύπνο της
για βιβλία ζωντανά και δέντρα που περπατάνε,
για σταυρούς και πεντάλφες,
για θεούς φολιδωτούς και άγιους κυνοκέφαλους.
Κατηφορίζει τους μεγάλους δρόμους.
Χωρίς κανέναν να κοιτάζει στα μάτια,
σημαδεύει τη λεία της.
Love is…
Ο καθένας έχει τη θεωρία του επ’ αυτού:
ποιητές, πωλήτριες, φιλόσοφοι, ταξιτζήδες…
Οι καλύτεροι ήταν οι χίπηδες,
αγαπούσαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους και ξεμπέρδευαν.
Λοιπόν, για να το λήξουμε:
Αγάπη είναι
ο γύφτος και η γύφτισσα στην καρότσα του αγροτικού
με τα τσιφτετέλια στη διαπασών,
πέντε βρόμικα πιτσιρίκια και ένας εξίσου βρόμικος σκύλος.
Τρώνε δε, όλοι μαζί σουβλάκια
και μουντζώνουν
όσους διαμαρτύρονται για την ηχορύπανση.
Τελεία.
[ Ποιητική συλλογή Iridium, Εκδόσεις Momentum, 2013 ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου