ἄφωνα χελιδόνια, οἱ μουσικοὶ
μαυροντυμένοι, μὲ τ᾿ ὀλάσπρο στῆθος,
μὲ μία βιασύνη ἀργὴ καὶ νευρική.
Οἱ κριτικοί με τὴν καρδιὰ κλεισμένη
ἐπίσημα σ᾿ ἕνα πλαστρὸν σκληρό,
ἀνησυχοῦν τί θἄπρεπε νὰ ποῦνε
γιὰ ἕνα ταλέντο τόσο νεαρό.
Ὁ μουσουργὸς μαζί με δυὸ κυρίους,
ἕνα παιδὶ χαριτωμένο ἐκεῖ
καὶ τίποτε ἄλλο, δὲν μπορεῖ νὰ πείση
πὼς θὰ παιχθῆ δική του μουσική.
Κ᾿ ἔχει μία ἀνησυχία, μὲ τὴ σκέψη
πὼς εἶναι ἀλήθειες τόσο σκοτεινές,
δύσκολες κι ἀφανέρωτες ποὺ μοιάζουν
σὰν τὶς λησμονημένες ζωντανές.
Ντάν! –Τὰ παραπετάσματα κινοῦνται
σὰ νέφη σκοτεινὰ ποὺ ὑποχωροῦν
καὶ φαίνονται τὰ χέρια μιᾶς γυναίκας
ποὺ ψάχνουν στὸ κενὸ καὶ προχωροῦν.-
Νάτη, στὸ μέσο τῆς σκηνῆς ποὺ στέκει
μ᾿ ἕνα γαλήνιο μέτωπο. Γελᾶ
τόσο γλυκά. Στὸ πρόσωπό της τρέχει
ἕνα μεγάλο δάκρυ, ἐνῶ γελᾶ
τόσο γλυκά. –Τὰ χέρια της ὑψώνει
δεμένα στὸ κενό, σὰν ξαφνικὸ
κακὸ νὰ τὴν ἐχτύπησε, λυγίζει
σ᾿ ἕνα χορὸ τρελλό, δαιμονικὸ
κι᾿ ἀφήνει μία φωνὴ σὰν πελαγήσια
βουή· κάτι ἀπὸ μάκρη, ἀπὸ βαθιὰ
ποὺ φτάνει κ᾿ εἶναι δρόσος κι ἁρμονία.-
Βροχὴ τῶν δοξαριῶνε χρυσαφιά.
Κάτι σὰν τὴ φωνὴ τοῦ σπίνου. Φέγγει,
τὸ χεῖλος της καρπὸς χειμωνικὸς
καὶ σκύβει καὶ φιλεῖ τὴ γῆ σὰ νἄταν
ὁ ξεχασμένος τάφος ὁ γλυκός.-
Τὰ χείλη της σαλεύουν. Τρεμουλιάζει
σύσσωμη, ἕνα ἀνοιξιάτικο κλαρὶ
κι᾿ ὅταν ἀνοίξη τὰ κλεισμένα μάτια
ὅλη καθὼς τὸ μέταλλο ἀναρρεῖ.
Καὶ πέφτει μ᾿ ἕνα βόγγο πληγωμένου
ἐνῶ τὰ χείλη της γελοῦν γλυκά.-
Τὰ χέρια της μέσ᾿ στὸ κενὸ σφαδάζουν,
δυὸ χέρια σκλαβωμένα, ἐρημικά.
Καὶ χάνονται πίσω ἀπὸ τὰ γαλάζια
παραπετάσματα ποὺ προχωροῦν
σὰν πνεύματα γαλήνια ποὺ περνοῦνε
χωρὶς ν᾿ ἀνησυχοῦνε καὶ ν᾿ ἀποροῦν.
Οἱ κριτικοὶ κινοῦν βουβὰ τὰ χείλη
σὰν μ᾿ ἀκαταδεξιά: τί λὲς ἐκεῖ!
Κι᾿ ἀνησυχοῦν στ᾿ ἀλήθεια τί θὰ ποῦνε...
«Μιὰ τόσο δίχως χρῶμα μουσική»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου