Το μάτι που σκίζεται τον απέραντο χώρο
Πουλιά του τενεκέ του ανέμου
Κι όπου θέλει ο άνεμος τώρα
Τα γυμνά πριν απ’ το πριν όλα
Προσπαθώ από πέρυσι πρόπερσι
Από έναν κάποτε χρόνο
Ένα ποίημα απρόοπτο προσπαθώ
Τελευταίο σκοινί στο λαιμό οι μικροί θάνατοι κι ο παλιός τρελός
Εγώ να θυμάμαι εδώ
Μόνο η νύχτα τρέμει πάνω απ΄τα κόκαλα
Ενός παπά ο πιο μαύρος ψαλμός
Το καθετί ένα μικρό κτήνος με φόβο ερχόταν πάνω μου
Κύματα ρημαγμένου φεγγαριού και άγρια γέλια Σα λεκέδες
Και πάλι κύματα και αγρία γέλια μέσα σε νταντέλες
Έπειτα πέθανα σ’ ένα δωμάτιο
Ο χώρος ήταν κάτι Σα μπλε που σερνόταν
Ιδίως άσπρός μετά το φόνο
Μια γυναίκα ξεκίναγε τραγούδια απ’ τα χέρια μόνο
Τα έπαιρνε μετά και τα έβαζε μέσα στο στόμα
Προσπάθησα πόσο προσπάθησα
Τα τραγούδια χάθηκαν οι κουρτίνες κιτρίνισαν
Το πρόσωπό μου ξέρω δεν θα το βρω
Άδειος και κούφιος μέσα στα μεσημέρια θα περπατώ
Μονάχος πια θα ταξιδέψω
Λίγο να νιώσω ανθρώπων ομιλίες
Μέσα σε καφενεία σε οίκους ανοχής σε τρένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου