Μία αὐγὴ σιμά μου πέρασες μὲ τ᾿ ὅπλο στὸ πλευρὸ
γίγαντας. Σὲ καμάρωσα καὶ δὲ θὰ τὸ ξεχάσω
καθὼς ὅλα χαιρέτιζε τὸ βλέμμα σου ἱλαρό.
Γιατί νὰ ξανοιχτῆς μακριὰ στὸ ἀνήμερο τὸ Δάσο;
Χίλιες κορφὲς σοῦ νεύανε γλυκά· οἱ φραγὲς χορὸ
στέναν ὁλάνθιστες γιὰ ν᾿ ἀντικόψουν. - «Θὰ περάσω!»
τρύπαε ἡ ματιά σου πύρινη καὶ πέφτανε σωρό.
Ποιὰ ρεματιὰ σὲ δέχτηκε στὴ βλαστερὴ ἀγκαλιά της
ὡραῖο πουλάκι ἀμέριμνο κι᾿ ἀδικοσκοτωμένο;
Ποιὰ τὴν πληγή σου δρόσισε μὲ τὴ δροσοσταλιά της
Φτωχὴ πηγούλα; Ποιὸ δέντρο σοῦ γίνη ἐμπιστεμένο
κι᾿ ἄκουσε τὶς στερνὲς στιγμὲς γερτὸ πρὸς τὴ ματιά σου
τὴν ἑκατομαντάλωτη ν᾿ ἀνοίγης πιὰ καρδιά σου;
συλλογή: Ξεφάντωμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου