Αν ούδ' η ώρα η ανθισμένη,
της ευτυχίας η εποχή,
ευτυχή σ' έκαμε, τι σε μένει;
Φευ! τι ελπίζεις πλέον, ψυχή;
Ελθέ πριν κύματ' αγριωμένα
φρίξουν και Νότος δυσαής,
αν καταβώμεν εις τον λιμένα
από το πέλαγος της ζωής.
Όποιον ήγγισες εις τα χείλη
καρπόν τι εύρες; μικράν σποδόν.
Ελπίδες, όνειρα, πόθοι, φίλοι,
ορφανήν σ' αφήσαν βαθμηδόν.
Τον κόσμον άφες αυτόν τον πλάνον,
ηδονών τέρας και οδυνών.
Ιδέ! των φαύλων και των τυράννων
έρμαιον είναι παντοτεινόν.
Αλλά γνωρίζω ποία ιδέα
αγρία ένδον σε τυραννεί,
ήτις επτόησεν και γενναία
στήθη επίσης και τ' ασθενή.
Τρέμεις μη αίφνης αύρα γλυκεία
εις το πτερόν σου δεν ευρεθή,
και η χρυσόνειρος φαντασία
χωρίς εξύπνισμα κοιμηθή.
Δικαίως τρέμεις, ψυχή δειλαία!
Φευ! του θανάτου ειν' η δεινή
η αγωνία μόνον βεβαία,
τ' άλλα αβέβαια κ' αφανή.
Αλλ' όστις μέλλει να αποθάνη
μήποτε έζη, ψυχή, αυτός;
Εάν δεν έζη λοιπόν τι χάνει;
μάταιος φόβος και περιττός!
Ήδη τον θάνατον ήδη βλέπει
εγγύς, με τόλμην τον θεωρεί'
και δεν ηξεύρει πλέον αν πρέπει
ή να θρηνήση ή να χαρή.
Αλλ' εν ή δύο πλέον ως νέφη
μακρυνά όνειρα και εικών
γλυκεία' φεύγει κ' εις αυτά στρέφει
το βλέμμα έτι έρωτικόν.
Ούτως ο ήλιος περί την δύσιν,
εις τας ημέρας τας θερινάς,
την τερπνοτάτην εκλείπων φύσιν
και τας γλυκείας της καλλονάς,
εκτενές βλέμμα την ακοντίζει,
άκων και μόλις αποχωρεί'
εις τον ορίζοντα τριγυρίζει,
κ' έτι και έτι την θεωρεί.
Και δύων τέλος, μ' Έρωτ' αφίνει
το γλαυκόν χάος περιφλεγές,
κ' η τελευταία ακτίς του σβύνει
είς το γλυκύτατον λυκαυγές!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου