Το ρυάκι που περνάει μπροστά του
Όλο και τα λέει ασταμάτητα. Φαίνεται πως ακούσαμε
Τη φωνή του νερού. Ητανε τότε μέρα μεσημέρι.
Αλήθεια, η γη τούτη είναι μια άλλη. Άκου πώς τρίζει κάτω απ' τις τρύπιες μας αρβύλες. Τα χαλάκια μου σκίσαν την πατούσα. Αύριο θα' ναι σαν από χαλκό με το πηγμένο μου αίμα. Έτσι φτάσαμε στο Κλειδί. Σίγουρα ετούτα είναι λημέρια ή και φωλιές αγριμιών. Κάθονται γύρω γύρω, αυτό πρέπει νά ‘ναι αλώνι, και μιλάνε βαριά κι αργά, έτσι καθώς γλιστρά το φεγγάρι, ή σαν ν’ ακούς τον ποταμό απ’ αλάργα.
Όμως έρχονται και μας σφίγγουν το χέρι, ένας ένας. Ναι, ο άνθρωπος κρατά την καρδιά του στα χέρια του. Αυτουνών είναι ηλιοψημένη σαν τα δασιά τους στήθια έτσι που τα νοτίζει η δροσιά του βραδιού.
Ύστερα κάθονται και στρίβουν τσιγάρες. Και τα βουνά στέκουν βαριά κι ακούνητα με γυμνωμένους τους βράχους, πέρα ώσπου φτάνει το μάτι, κι αυτοί ανάμεσά τους σκιές. Πού νυχτώσαμε απόψε;
Ύστερα έρχεται ένας από δρόμο μακρύ, λέει πως οι Γερμανοί ανεβαίνουν για το Κλειδί. Κι αυτοί ξύνουν τα γένια και καπνίζουν και σαν από βαθιά συλλογή λένε πως τώρα δα θα καεί το πελεκούδι, και καπνίζουν. Περιμένουν τον Καπετάν Καραμπίνα να ορμηνέψει.
Η νύχτα τραβά το δρόμο της. Εδώ περιμένουμε την αυγή για "να καεί το πελεκούδι". Ναι, αυτό είναι. Όλα τ’ άλλα είναι λόγια φτωχά. Τα μάτια ολόγυρα σπιθίζουν, η Αυγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου