σταθμό. Αφήναμε τη Βέροια πίσω μες στην κατά-
χνιά και κοιτάζαμε άφωνοι τους καπνούς στο μισο-
φώτιστο βράδυ
στήρια να κελαϊδούνε. Υπόκωφη στην αρχή, η βουή
δυνάμωνε με τον καιρό, μας είχε σχεδόν παρασύρει.
Φώτα και μηχανές μεσ' απ' τα τζαμωτά μας άφηναν
να ιδούμε τον αποχωρισμό. Ο καθαρός καρπός γλι-
στρούσε και σωριάζονταν δίπλα μας μέσα σ' ένα σύν-
νεφο άσπρης σκόνης. Ακόμα θυμάμαι τα μάτια του,
σα να είχαν δακρύσει
Και πως ό,τι μπορούσαμε να δώσουμε το είχαμε
σχεδόν σκορπίσει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου